«Ωω, καλώς τον! Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε, χρωματίζοντας με παιχνιδιάρικο τόνο τη φωνή της. «Μου λείψατε!» απάντησε εκείνος, χαμογελώντας αχνά. Μ' ένα νεύμα του οι δύο βοηθοί της εξαφανίστηκαν κι εκείνη σηκώθηκε από την πολυθρόνα, παραχωρώντας του τη θέση. Πέρασε πίσω της κι επίτηδες την άγγιξε απαλά στον ώμο, αποσυντονίζοντας τη τόσο εύκολα. «Στήσου» ψιθύρισε στο αφτί της. Τα μάτια της αυθόρμητα έκλεισαν στο άκουσμα της φωνής του και νεύοντας, έκανε πράξη ό, τι είχε είπε. [.....] Εκείνος: Ο άνθρωπος που ποτέ δε θέλεις να συναντήσεις στο δρόμο σου, κι εάν τον συναντήσεις, θα ευχόσουν να μην τον είχες δει ποτέ. Ο ίδιος ο θάνατος. Ο πόνος και η απόγνωση. Εκείνη: Μια σκιά. Ένα μυστήριο. Μια καρδιά κενή, που πορεύεται σ' ένα δρόμο τον οποίο μόνη της χάραξε κι επέλεξε. Το πρόσωπό της, ο θάνατος τους. Ο ίδιος ο διάβολος, στο σώμα ενός αγγέλου. ......... «Και τι είμαστε Άρη; Δυο σκιές.... Δυο σκιές μεσ' το σκοτάδι που επιβάλλαμε στους εαυτούς μας».
3 parts