Το τρίτο βιβλίο στην τριλογία του "Στάχτες και βροχή ".Πριν το διαβάσετε πρέπει να διαβαστούν τα δύο πρώτα. Μαύρα σύννεφα προμηνύουν καταιγίδα. Πάντοτε φοβόμουν τους κεραυνούς και τις βροντές. Το απρόοπτο. Αναρωτιόμουν πότε θα έβγαινε ο ήλιος; Πότε θα καθάριζε το μυαλό μου; Δεν μπορούσα να είμαι χαρούμενη. Να αγαπώ να νιώθω. Γιατί η μάχη με το μυαλό μου ήταν ανίκητη. Εκείνος όμως προσπαθούσε πάντοτε για εμένα, όσο και να τον έδιωχνα μακριά μου. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τον Γαβριήλ. Ακόμα και η καρδιά μου. Όσο προσπαθώ να τον αποφύγω ,τόσο με τραβάει κοντά του. Αλλά πάντοτε έχουμε μια σκιά να μας ακολουθεί. Να μας παρακολουθεί. Τον αδερφό του. Τώρα που η καταιγίδα άρχισε .Σήκωσε τα κύματα.Προσπαθώ να κολυμπήσω στης μοίρας το πεπρωμένο ανάμεσα από τους κεραυνούς που πέφτουν. Με την σκιά και με εκείνον. Να τρέξω μακριά από την καταστροφή που έρχεται,πριν ανοίξουν οι πύλες της κολάσεως. Ποιος θα προλάβει να δει στο τέλος τον ήλιο να ανατέλει;