Ένα συρτάρι στην κρεβατοκάμαρά της έμενε πάντα κλειδωμένο. Μέσα του ένα μοναδικό κουτί που γέμιζε σταδιακά με επιστολές με κοινό χαρακτηριστικό τους το κενό στο όνομα του παραλήπτη και το «Παντοτινά δίκη σου» στην υπογραφή του αποστολέα. Τα βράδια της μοναξιάς της τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα όμως τα χείλη της πρόδιδαν χαρά. Έγραφε όσα την βασάνιζαν σαν να τα εξομολογούνταν νοητά στον μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσε να την ακούει και εκείνη εμπιστευόταν να μιλά. Κάτι σαν μπερδεμένες σελίδες ενός ημερολογίου. Κάτι σαν ηλιαχτίδα που ξεγλιστρά πίσω από τα μαύρα σύννεφα μετά την καταιγίδα.