Μόλις τελειώσαμε την προπόνηση. Έξω βρέχει και δεν μπορώ να φύγω. <<Βρήκαν την μέρα να λείπουν οι άλλες, τουλάχιστον αν είχαν έρθει θα είχα και εγώ παρέα στο δρόμο μέχρι ένα σημείο>> είπα στον εαυτό μου χαμηλόφωνα. Η σχολή είχε αδειάσει. Ήμασταν εγώ και αυτός, μόνοι μας. Χαιρετάω και πηγαίνω προς την πόρτα έχοντας το κινητό μου στο χέρι καθώς απαντούσα στα κορίτσια στην ομαδική. Πριν καν προλάβω να ανοίξω την πόρτα για να φύγω, με προλαβαίνει, την κλείνει και με κολλάει πάνω της. Με πλησιάζει. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νομίζω θα μείνω στον τόπο. Τρέμω ολόκληρη. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος μου και μειώνει την μεταξύ μας απόσταση. Νιώθω τα γόνατα μου να λυγίζουν καθώς με χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο. Ένα ακόμα βήμα και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να αντισταθώ, τα χείλη του που τα δαγκώνει ελαφρά. Νομίζω επίτηδες το κάνει. Οι ανάσες μας βαριές. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου ελαχιστοποιώντας την απόσταση .....