Ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Τα φανάρια είχαν προ πολλού σταματήσει ν’ ανάβουν και να σβήνουν. Τώρα κάθονταν ήσυχα σαν αντικείμενα ενός ξεχασμένου κόσμου. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν πουθενά –ούτε κινούμενα, ούτε σταθμευμένα. Ήταν καλοκαίρι –άλλο ένα καλοκαίρι – και η πόλη ήταν μία πόλη φαντασμάτων.
Ένας γέροντας με μια ξύλινη μαγκούρα εμφανίστηκε απ’ ένα στενό, κι άρχισε να διασχίζει τη διάβαση πεζών. Η μαγκούρα του έβγαζε έναν ξύλινο ελαφρύ ήχο καθώς χτύπαγε πάνω στην άσφαλτο. Μόνο αυτό ακουγόταν. Τίποτε άλλο. Εδώ και πολλά χρόνια είχε να ακουστεί οποιοσδήποτε ήχος ή φωνή ανθρώπου σε τούτο τον κόσμο. Πουλιά δεν πετούσαν πια στον ουρανό. Κανένα ζώο ή έντομο δεν υπήρχε σε ακτίνα χιλιάδων χιλιομέτρων. Ο γέροντας είχε χάσει την φωνή του εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ήταν σίγουρος πόσα ήταν αυτά. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ήταν αρκετά. Δεν του κόπηκε η γλώσσα ή κάτι τέτοιο, απλά όταν κάτι δεν χρησιμοποιείται, απλά παύει να λειτουργεί. Αυτό έγινε και με την φωνή του γέροντα. Οι φωνητικές του χορδές είχαν «παγώσει».
Διέσχισε το δρόμο και πάτησε προσεκτικά πάνω στο πεζοδρόμιο. Στάθηκε εκεί και κοίταξε τον ήλιο που έμοιαζε με κεχριμπάρι πάνω στο γαλάζιο φόντο. Ένοιωσε τη ζέστη του κι έπειτα, κατέβασε το κεφάλι και μετά το βλέμμα, και κοίταξε προς τα αριστερά τον άδειο δρόμο.
Είχε ακούσει πριν έξι χρόνια, μπορεί κι εφτά, ίσως να ‘ταν και οχτώ, τότε που το μικρό του ραδιόφωνο είχε ακόμα μπαταρίες, ότι στη διπλανή πόλη, που βρισκόταν στα νότια, τουλάχιστον πενήντα χιλιόμετρα μακριά, υπήρχαν ακόμα άνθρωποι, και μεγάλοι, σαν κι αυτόν, αλλά και μικροί σε ηλικία. Όμως, όπως τότε, τώρα δεν μπορούσε να κάνει τέτοια ταξίδια. Δεν άντεχε το γερασμένο του κορμί τέτοιες αποστάσεις.
Είχε ακούσει και για ένα λιμάνι, που βρισκόταν ακόμα πιο μακριά από την πόλη, ότι θα έφευγε το τελευταίο πλοίο, με όποιον βρισκόταν γύρω. Όμως και πάλι, δεν άντεχε αυτό το ταξίδι.
Απλά αποφάσισε να μείνει εδώ. Μόνος. Παρέα με τον εαυτό του.