Η μικρή Περσεφόνη όταν άνοιξε τα χρυσαφί μάτια της , το μόνο που αντίκρισε ήταν η αύρα του σκότους που περιπλανιόταν στον αέρα και γέμιζε την ψυχή της με κρύο, τόσο κρύο σαν και εκείνο που της εξιστορούσε η μητέρα της, η Δήμητρα όταν την έβαζε για ύπνο. Άραγε ήταν μαζί της; Πως είχε βρεθεί σε εκείνο το σκοτεινό μέρος; Έκανε μία προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της και να ανασάνει. Όμως ο αέρας εδώ ήταν αποπνικτικός. Πού ήταν; Στον Κάτω κόσμο; Ποιος την είχε φέρει εδώ;
''Μη φοβάσαι μικρή μου. Εγώ σε έφερα εδώ.'' Ακούστηκε μία βαριά , αρσενική φωνή μέσα στο σκοτάδι, η απάντηση στου μυαλού της την σκέψη.
Η Περσεφόνη δάκρυσε. Γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο άντρας που της μιλούσε. Ήταν ο Θεός Άδης , ο Θεός του Κάτω Κόσμου, που όλοι οι θνητοί έτρεμαν στο όνομα του. Με δάκρυα γονάτισε η μικρή Πριγκίπισσα των Θεών και μίλησε.
''Θεέ, Άδη, μεγάλε Θεέ του Κάτω Κόσμου, σε παρακαλώ, μην μου κάνεις κακό. Γιατί με έφερες εδώ;''
Ένιωσε το χέρι του να της αγγίζει τα πλουμιστά κόκκινα της μακριά μαλλιά και το χάδι του την καθησύχασε. Σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου μαύρες δάδες με φωτιές , έδωσαν φως στο απόκοσμο τοπίο. Τότ