Ήταν εκείνο το καλοκαίρι, γεμάτο ατμόσφαιρα και καυτές ακτίνες ήλιου, όταν σε αντίκρισα για πρώτη φορά. Κάτι μέσα μου, που μέχρι τότε έμοιαζε κρυμμένο, ξύπνησε, έτοιμο να φλέγεται από την πρώτη σου ματιά. Εσύ, χωρίς να το γνωρίζεις, μου άναψες τη σπίθα. Η καρδιά μου, ανέτοιμη και ευάλωτη, έσπασε το φράγμα της λογικής και βρέθηκε να παραδίνεται στον πόθο, έρμαιο μιας ανάγκης που δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ. Εσύ, σαν μια φλόγα, μπήκες στην ψυχή μου και άφησες το σημάδι σου ανεξίτηλο. Τα πάντα γύρω μου, το καλοκαίρι, οι ήχοι, οι μυρωδιές, έγιναν ένα με εσένα, και το πάθος, σαν το κύμα που χτυπά την ακτή, δεν με άφηνε να αναπνεύσω.
Ο- «Δεν εχω ξανά ζηλέψει πότε κανέναν. Με τρελα ίνεις»
Κ- «Αυτο εχεις να μου προσφέρεις μονο;» ρωταω με ειρωνεία «Δεν θα ξανα συμβεί αυτο»
Ο- «Ορκίζομαι, δε θα το ξανακάνω»
Κ- «Οχι, δεν θα ξανασυμβεί κατι μεταξύ μας» λεω με σιγουριά
Ο- «Τι; Γιατί; Τι εγινε;»
Κ- «Με πονας» λεω μιας και μου έσφιγγε τα χερια
Ο- «Σταμάτα να με παίζεις»