> Δεν υπήρχε σωστό ή λάθος.
Υπήρχε μόνο εκείνος. Το κορμί του κολλημένο στο δικό μου, η ανάσα του καυτή, ακατέργαστη, σαν να προσπαθούσε να με πείσει ότι ακόμα μπορούσα να σωθώ.
Αλλά εγώ δεν ήθελα σωτηρία. Ήθελα τιμωρία. Ήθελα φωτιά.
Τα δάχτυλά του είχαν χαθεί στη μέση μου, τα χείλη του έσερναν υποσχέσεις στον λαιμό μου, κι εγώ έλιωνα, πιο πολύ απ' όσο μ' έλιωναν οι ουσίες.
«Πες μου να σταματήσω...» ψιθύρισε, η φωνή του σφιγμένη, μα γεμάτη πάθος.
Τον κοίταξα. Ήταν σκέτος πειρασμός. Σαν να έφτιαξε ο διάβολος κάτι πολύ όμορφο για να με καταστρέψει.
Και ψιθύρισα πίσω, με τα χείλη μου να ακουμπούν τα δικά του:
«Αν σταματήσεις, σε σκοτώνω.»
Τον τράβηξα πάνω μου, άγρια, χωρίς δισταγμό.
Ήμουν η ανάγκη του.
Ήταν το ναρκωτικό μου.
Και μαζί... καίγαμε.