Περπατούσα μέσα στο σκοτάδι χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Προσπαθούσα απλά να μην χαθώ. Aκολουθούσα τον δρόμο που μου είχε πει ο Άλεκ ,αλλά στο δάσος όλα φαίνονταν ίδια, κάθε δέντρο κάθε στροφή κάθε μονοπάτι . Με κάθε βήμα ένιωθα όλο και πιο περίεργα , όλο και πιο άβολα με ένα αίσθημα αγωνιάς να με τυλίγει καθώς βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά στο δάσος ενώ η βροχή ολοένα και δυνάμωνε . Γρήγορα τα χέρια μου άρχιζαν να μουδιάζουν ,το αίμα στις φλέβες μου να παγώνει και το σώμα μου να τρέμει. Ένιωθα τον φόβο να εξαπλώνεται και να με κυριεύει . Έπεσα λιπόθυμος . Ξύπνησα στο ξύλινο σπιτάκι μας στο campus .Προσπάθησα να κινήσω το σώμα μου αλλά μάταια Βρισκόμουν δεμένος σε μια καρέκλα και γύρω μου όλοι . Εκείνος ήταν μπροστά μου και γελούσε ,στα πόδια του ένας άνθρωπος αιμόφυρτος χτυπημένος με μια μάσκα ζώου στο πρόσωπο του. Δεν ήξερα ποιος ήταν αλλά είχα μια ιδέα ,ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο μου. Αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια μου και σκουπίζοντας με το χέρι του το αίμα από τα χείλη του έκανε ‘’ καλωσόρισες στο κόβεν Caleb ‘’.
3 parts