Ξάπλωσα θλιμμένη, με εκείνο το βαρύ συναίσθημα και την άστατη ταχυκαρδία Σκέφτηκα "δες, έχετε συμφιλιωθεί" και χαμογέλασα αμυδρά στη σκέψη της θλίψης να μου κρατάει το χέρι και μένα να μη με νοιάζει Υπερτίμησα τον εαυτό μου θαρρώ γιατί, κλείνοντας τα μάτια κυριεύθηκα από τις ασχημότερες εικόνες το νοσηρότερο εφιάλτη το όνειρο το σάπιο που δεν έχει σχέση με τέρατα και ίσκιους Πετάχτηκα πάνω, μα πείθοντας το κουρασμένο μου μυαλό πως απλώς πάλι το ίδιο με εμπαίζει ο λήθαργος επέστρεψε Και οι εικόνες, μα το διάολο, επέστρεψαν κι αυτές Πόνος, τόσος πόνος και σιχασιά "Γιατί το κάνεις αυτό;" Και φώναζα μεσ' τη σκέψη μου "θέλω να φύγω από 'δω" και λες και για λίγο το μυαλό μου με λυπήθηκε, ξύπνησα. Το σώμα μου δεν υπάκουγε, παραπατούσα Οι μυς ήταν χαλαρωμένοι και η γεύση πικρή Όμως, το χειρότερο ήταν πως οι εικόνες παρέμεναν μέσα μου κι εγώ δεν ήξερα πού, πλέον, να κρύψω το κουφάρι μου.