«Σε μισώ!» τσίριξε με όλη τη δύναμη που έκρυβαν τα πνευμόνια της. Προσπάθησε να φτύσει εκείνο το δαίμονα που είχε κάνει κατάληψη στην ψυχή της. «Σε μισώ! Σε μισώ!» επανέλαβε πολλές φορές έως ότου η φωνή της κόπηκε και έπεσε ξανά στο στρώμα σκίζοντας στα δύο τη φωτογραφία. Ήταν ένα χαρτί στον άνεμο, αδύναμο και χειραγωγούμενο από τις διαθέσεις του αέρα. Εκεί που έβρισκε έδαφος να ξαποστάσει, να βρει τον εαυτό της, ένα μπουρίνι την παρέσυρε μακριά. Κάτι μήνες πριν ήταν ένα λευκό άχαρο χαρτί. Τώρα είχε χαραχτεί από μελάνι, είχε γεμίσει το κενό της, αλλά αυτό δεν την έκανε πιο δυνατή ώστε να αντισταθεί στον άνεμο. Και το μελάνι που την είχε σημαδέψει δεν επαρκούσε για να την βοηθήσει. Μόνο αν άδειαζε πάνω της, τη μούσκευε και την βάραινε θα μπορούσε να την κρατήσει κάτω, αλλά τότε δεν θα ήταν ο εαυτός της. Δεν θα υπήρχε πια ούτε χαρτί, ούτε μελάνι. Θα ήταν μια κατεστρεμμένη μάζα. Αλλά τα όσα είχαν χαραχτεί πάνω της δεν μπορούσαν πια να διαγραφούν. Ήταν αργά... Εσύ αντέχεις την αλήθεια; ^Σε εκείνον τον άγνωστο τύπο στο Μετρό που με ενέπνευσε για αυτή την ιστορία (σε ευχαριστώ, φίλε...)^