Μέρες πολλές ζούσε εκεί, σε έναν απλό κόσμο. Δέκα χρόνια.
Ηταν ένα αθώο παιδί που δεν γνώριζε πως να ξεχωρίσει τη χαρά από τη λύπη και τη φρίκη.
Μια μέρα όμως το κατάφερε.
Κατάλαβε επιτέλους τα λάθη στο ταξίδι του. Η ζωή του χωρίς νόημα, θαμμένη μες στη στάχτη. Ζωή δίχως ευτυχία ή στοργή."Γιατί;", ρωτά το άδειο δωμάτιο μονολογώντας με την γλυκιά του φωνή.
Ξαφνικά όμως συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος τελικά. Ακούει μια παράξενη φωνή να μιλάει απορημένα "Πονάει;", ζητώντας πάντα μια απάντηση μέσ'απ'τις σκιές.
Εκείνος ανατριχιάζει και δεν δίνει απάντηση."Γιατί;", ξαναρωτάει καθώς η φωνή του σβήνει...
Την σκιά αρχίζει να την καταπίνει το σκοτάδι, αντί όμως να το δεχθεί όπως έκανε πάντοτε, αντιστέκεται.
Πετάγεται το χέρι της από την άλλη διάσταση, μεγάλο, σαν βαμμένο με πίσσα, φρικιαστικό. Το αγόρι φοβάται και ταράσσεται, κλείνει τα μάτια κρατώντας την ανάσα του καθώς το καταπίνει το σκοτάδι. Τα φώτα σβήνουν...Η μήπως ανοίγουν;
*Παρακαλώ μην αντιγράψετε την ιστορία, είναι άσκοπο*
Εκείνη μια νεαρή γυναίκα που λόγω των οικονομικών προβλημάτων που έχει είναι αναγκασμένη να δουλεύει σε οίκο ανοχής.
Κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να θρέψει την τεσσάρων ετών κόρη της.
Όλη η ζωή της θα ανατραπεί όταν γνωρίσει τυχαία τον "σωτήρα" της.
Ένας νέος με δικό του δικηγορικό γραφείο.
Νομίζοντας πως η ζωή της άρχισε να τείνει προς το καλύτερο, κάτι απρόσμενο συμβαίνει.
Θα μπορέσει να ζήσει ποτέ μια φυσιολογική ζωή με την βοήθεια του νεαρού δικηγόρου ή η ζωή της θα καταστραφεί μέσα σε λίγα λεπτά?
.
.
.
.