Οι γονείς της, θύματα της οικονομικής κρίσης,μαλώνουν συνεχώς.Οι φίλοι τη στοχοποιούν.
Η κολλητή της τη συκοφαντεί για να της φάει το αγόρι.
Ολόκληρο το σύμπαν,ή μάλλον το Facebook,συνωμοτεί εναντιον της.
Και,σαν μην έφταναν όλα αυτά,απανωτές περίεργες διαρρήξεις στην πολυκατοικία την κάνουν να μην εμπιστεύεται κανεναν.Η δεκαεξαχρονη Αναστασία θέλει να φωνάξει《Βοήθεια!.》,αλλά που να στραφεί και τι να κάνει; Μήπως να δει με άλλο μάτι τη Δωροθέα,τη χοντρουλα συμμαθήτρια που όλοι σνομπαρουν; Να πιάσει δουλειά ως...νταντά της Μάτζικας,της στριμμενης γριάς γειτοννισας που αλλάζει τις οικιακές βοηθούς σαν τα πουκάμισα; Ή μήπως μπορεί ο Σωτήρης,ο γοητευτικός φοιτητης-ταξιτζής που τη φλερτάρει να τη σώσει βγάζοντας την από την δύσκολη θεση;
Μέσα από ευτράπελες,συχνά κωμικοτραγικές καταστάσεις,η Αναστασία αποκτά συνείδηση του εαυτού της και αυτοπεποίθηση, κατορθώνοντας να αντιμετωπίσει την κρίση που βιώνει.
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΏ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ" μου φωνάζει καθώς πιάνει ένα βάζο και το ρίχνει στο πάτωμα.
Χιλιάδες γυαλιά εκτοξεύονται στο πάτωμα ενώ μερικά στα πόδια μου.
"Άσε με να σου εξηγήσω..."ψιθυρίζω και πάω να τον ακουμπήσω στο μπράτσο αλλά με σπρώχνει μακριά.
"Τι να μου εξηγήσεις ρε Δανάη; ΤΙ; ΣΑΣ ΕΙΔΑ"ουρλιάζει σφιγγοντας τις μπουνιές του. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει και παίρνει βαθιές ανάσες.
Δεν θέλει να με ακούσει. Υπάρχει εξήγηση αλλά εκείνος δεν θέλει να με βλέπει από εδώ και στο εξής.
"Όταν μάθεις την αλήθεια θα καταλάβεις πόσο μεγάλο λάθος κάνεις αυτή την στιγμή και θα είναι αργά. Πολύ αργά" του λέω σκουπιζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλα μου.
Τα λόγια που μου είπε ήταν σκληρά. Η στάση του απέναντι μου ήταν σκληρή.
Ίσως εδώ τελειώνουν όλα.