"Τόσο καιρό δηλαδή το ήξερες; Γιατί δεν εκανες κάτι; Γιατί περίμενες;" είπα νιώθοντας το θυμό και την έκπληξη μου να αγγίζουν κόκκινο.
Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά στο στήθος και περίμενα υπομονετικά την απάντηση του.
Το μυαλό μου πλέον είχε κατακλυστεί από πληθώρα σκέψεων και αρνιόταν να επεξεργαστεί τα συναισθήματα μου.
Τι ένιωθα για τον Ντάμιεν;
Χριστε μου, με τρελαίνει.
Ήξερε το σχέδιο μου και δεν έκανε τίποτα. Κάθε κίνηση μου ήταν προσχεδιασμένη στο μυαλό του.
"Γιατί με έκανες να νιώθω Αντζέλικα." δήλωσε με τόσο απλό τρόπο αφήνωντας τα συναισθήματα του,να ταξιδέψουν μαζί με τις λέξεις που είχαν ειπωθεί.
"Με έκανες ευάλωτο, όταν ήμουν άτρωτος. Ανόητο κορίτσι τοποθετήσες την ζωή σου σε κινδύνους που δεν υπάρχουν ούτε στους εφιάλτες σου." είπε σιγά και πλησίασε προς το μέρος μου σαν κάποιο αρπακτικό που παραμονεύει την λεία του.
Είχα έναν σκοπό. Θα το έφερα εις πέρας.
"Εάν δεν φύγεις τώρα δεν υπόσχομαι ότι δεν θα σου κακο" είπε και αμέσως
φόβος με κατέκλυσε.
Πριν όμως κουνησω το σώμα μου εκείνος είχε φέρει βιαια τα χείλη του πάνω στα δικά μου..