Η νύχτα που έπεσαν τ'αστέρια

28 8 10
                                    

                               ♤
  Είχε αρχίσει μόλις να βρέχει.
Ο Αλέξης βιάστηκε να κλείσει το παράθυρο προτού έμπαινε μέσα το νερό. Δεν είχε προλάβει να κουμπώσει το πουκάμισο του και ο παγωμένος βοριάς τον έκανε να ανατριχιάσει. Έξω ο δρόμος ήταν γεμάτος, παρά τον άστατο καιρό, και ακούγονταν χαρούμενες φωνές, πράγμα απρόσμενο δεδομένου των συνθηκών. Το αγόρι, αφού απομάκρυνε το βλέμμα του από το τζάμι, έσπευσε να πάρει ξανά τη θέση του μπροστά στον καθρέφτη και να συνεχίσει να ντύνεται. Τα γιορτινά του ρούχα δεν ήταν ικανά για να του φτιάξουν τη διάθεση και αυτή η κόκκινη γραβάτα που του είχε αγοράσει η μητέρα του δεν ταίριαζε καθόλου με το ανέκφραστο πρόσωπό του. Μόνο για χάρη της ανεχόταν αυτή την κατάσταση, τα ρούχα, τη γραβάτα, τις ετοιμασίες. Τα πάντα γενικότερα.

Στα 19 του χρόνια, πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό του να κάνει κάτι τόσο διαφορετικό κι ενώ όλοι έλεγαν πως έπρεπε να συμπεριφέρονται φυσιολογικά. Μα αν το εννοούσαν, δεν θα διοργάνωναν το μεγαλύτερο ρεβεγιόν των τελευταίων χρόνων στο πιο ακριβό ξενοδοχείο. Όχι φέτος. Αν ήθελαν να διατηρήσουν την κανονικότητα δεν θα έκαναν τίποτα. Έτσι και αλλιώς σε αυτό το μέρος είναι λες και πατάς κάθε μέρα το repeat. Τίποτα δεν αλλάζει ποτέ.

Κάθε χειμώνας έμοιαζε ίδιος σε αυτή την πόλη. Όχι πολύ κρύο, ούτε πολλή ζέστη, λίγες βροχές και αρκετή συννεφιά ίσα για να κρύβεται εντελώς το φως του ήλιου. Οι άνθρωποι μονίμως σκυθρωποί ή ίσως και στεναχωρημένοι, ποιος ξέρει. Με μια αίσθηση απελπισίας να αναβλύζει από κάθε τους κύτταρο, έμοιαζαν όλοι τους λες και σιχαίνονταν τα πάντα. Λες και μετάνιωναν την ύπαρξη τους ή κάθε τους επιλογή ως τώρα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Υπήρξαν και καλύτερες μέρες, έλεγαν. Μόνο που τα τελευταία χρόνια συμπεριφέρονταν όλοι σα να είχαν άλλες δέκα ζωές μπροστά τους, σα να μην τους κυνηγούσε ο χρόνος. Ώσπου αυτή η Πρωτοχρονιά έμελλε να είναι διαφορετική.

Ο Αλέξης πάντα έλεγε πως αυτό το μέρος μόνο μιζέρια είχε να προσφέρει. Ποτέ δεν του άρεσε, ποτέ δεν το συμπάθησε, γιατί έβλεπε πως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που δήλωναν ευχαριστημένοι με τη ζωή τους υποκρίνονταν. Συχνά τους έπιανε να αναστενάζουν από κούραση, όπως ισχυρίζονταν, ενώ ήταν τόσο εύκολο για κάποιον να δει τις σκέψεις και τα απωθημένα να τους κλέβουν την ανάσα πνίγοντας τους. Τον τρόμαζε η ιδέα μιας τέτοιας ζωής. Γι' αυτό ήθελε τόσο να φύγει. Πίστευε πως αν κατάφερνε να αντέξει λίγα χρόνια ακόμα, ίσως κάποια μέρα να είχε τη δυνατότητα να αλλάξει, να κάνει αυτά που πάντα ήθελε. Να ζήσει. Γι' αυτό υπέμενε την άχαρη του καθημερινότητα, για να μπορεί να ονειρεύεται ατάραχος τα βράδια.

Η Νύχτα που έπεσαν τ' αστέρια Where stories live. Discover now