Η νεράιδα

270 6 5
                                    

Γεια σας! Και καλή Ανάσταση! Λοιπόν αυτή είναι μια ιστορία που έγραψα με αφορμή ένα Τουίτ της @ProinSevastou και πρόκειται για ένα Alternative Universe όπου το Διαφάνι γίνεται Δουκάτο και οι Σεβαστοί η βασιλική του οικογένεια που το κυβερνά και βασανίζει τους υπηκόους τους. Η Ασημίνα εργάζεται στο αρχοντικό τους  και οι αδελφές Σταμίρη είναι μια από τις ελάχιστες οικογένειες που έχουν ακόμη δική τους γη. Και με φόντο αυτό το σκηνικό δύο νέοι ερωτεύονται. Μια νεράιδα και ένας ρομαντικός επαναστάτης πρίγκιπας. Και αυτός τους ο έρωτας θα περάσει από χίλια κύματα, γιατί είμαι εξίσου ανελέητη με την Τσαμπάνη.Μια επανάσταση (;), ένας θάνατος(;) και οι Διαφανιώτες Μοντέγοι και Καπουλέτοι θα είναι σε θέση να τους εμποδίσουν ή μήπως θα βρεθεί άλλο εμπόδιο στον δρόμο τους προς την ευτυχία; Ευχαριστώ από τώρα όσους καθίσουν να διαβάσουν την ιστορία μου και ανυπομονώ για τα σχόλια σας!Καλή ανάγνωση!

Μέρος 1/;
   "Άτιμη θα χαμηλώνεις τα μάτια σου όταν μου απευθύνεις τον λόγο"είπε ο  νεαρός άρχοντας στη μικρή αθώα χωριατοπούλα, η οποία αφότου μουρμούρισε κάτω από την ανάσα της ένα ξερό μάλιστα κύριε Σεβαστέ, ακούμπησε τον δίσκο με το πρωινό μπροστά του και  έστρεψε τα μάτια της προς τη γη, ή μάλλον καλύτερα το μάρμαρο της σάλας του φαγητού  όπου έλαβε χώρα αυτή η πικρή στιχομυθία.
   "Τι περιμένεις λοιπόν; " πρόσθεσε στον ίδιο πικρόχολο τόνο, μήπως και αυτή η μικρή ανόητη καταλάβαινε επιτέλους ότι αφού τελείωσε τη δουλειά της  ήταν η ώρα να του αδειάσει τη γωνία. Η Ασημίνα κατάλαβε ότι ο νεαρός πρίγκιπας δεν θα ανερχόταν την παρουσία της για πολύ ακόμα και με τα γαλανά μάτια της καρφωμένα ακόμα στο λευκό μάρμαρο βγήκε από την αίθουσα, με μια ακόμα υπέροχη και γεμάτη θυμό και αηδία  για τα αφεντικά ημέρα υπηρεσίας να την περιμένει στο αρχοντικό των Σεβαστών.
  Ο Νικηφόρος δεν ήθελε να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό ότι στην πραγματικότητα αυτό το ζευγάρι γαλανά μάτια που τώρα είχαν το θράσος να τον κοιτάξουν και κέρδισαν επάξια αυτή του την αυστηρή παρατήρηση τα ήθελε συνέχεια καρφωμένα πάνω του. Σε αυτές τις δύο θάλασσες ήθελε να ταξιδεύει όλη την ώρα, που του θύμιζαν ένα κομμάτι από τον παλιό του εαυτό, αυτόν που είχε παρατήσει στα θαμμένα βιβλία που φιλοξενούσαν τα ποιήματα, τα οποία κάποτε προσπάθησε και αυτός να αντιγράψει.
  Την Ασημίνα την είχε ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή που είχε γυρίσει στο πατρικό του στο Διαφάνι. Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξοχικό της οικογένειάς τους στο Παρίσι με τη κόμισσα Ανέττα, την πολυαγαπημένη του θεία , του ήταν δύσκολο να επανέλθει σε αυτό το μέρος, όπου ακόμα μόνος νόμος ήταν ο λόγος των Σεβαστών ή ακόμα καλύτερα του πατριάρχη της οικογένειας και πατέρα του Δούκα.Όλος ο κάμπος έτρεμε στο άκουσμα του ονόματος του, αλλά αγνοούσε τον πραγματικό γέρο και κουρασμένο άνθρωπο  που  προτιμούσε να περνάει τις μέρες του καταστρώνοντας σχέδια για το πώς να εξασφαλίσει την εξουσία του από τις φανταστικές επαναστάσεις που την απειλούσαν.Η Βασίλισσα Μυρσίνη, μια θλιβερή φιγούρα δίπλα του βυθισμένη στον πόνο του χαμού του πρωτότοκου γιου τους, του άλλοτε διαδόχου Σέργιου, ένα ψυχρό άγαλμα καλυμμένο με δαντελωτά Βέλα από τότε που συνέβει αυτό το καταραμένο δυστήχημα με το άλογο. Ο νυν διάδοχος, πρίγκιπας Κωνσταντίνος(στην πιάτσα Κωνσταντής), ένα χαμένο κορμί από τα λίγα, γύριζε κάθε βράδυ από όποια μαγαζιά που έχαναν από αλκοόλ και πόρνες κατάφερνε να τον μαζέψει ο υποτακτικός του, Μελέτης. Και η πριγκίπισσα Πηνελόπη,μια αθόρυβη παρουσία που χανόταν στα διαμερίσματά της ή στους κήπους ακολουθούμενη από τις κύριες των τιμών της και γινόταν το εξιλαστήριο θύμα της μητέρας τους όταν αποφάσιζε να σπάσει την πλήξη της με σχέδια για τον μεγάλο και τρανό της γάμο.Αυτή την οικογένεια σε αποσύνθεση ερχόταν να συμπληρώσει και ο ίδιος όταν ο πατέρας του θεώρησε ότι θα τον διευκόλυνε αρκετά η παρουσία ενός ακόμα γιου, που θα τον βοηθούσε στην πραγματοποίηση των σχεδίων του.Έκλεισε λοιπόν σε μια βαλίτσα τα ρούχα του, λίγα όνειρα και μερικά ιδανικά και μαζί με την κόμισσα που επέμενε να συνοδέψει τον ανιψιό της και να περάσει και αυτή λίγο χρόνο στην πατρίδα της  άφησε το Παρίσι και επέστρεψε σε ότι προβλεπόταν να αποτελέσει μια μίζερη ζωή μέχρι τα σχέδια για λαμπερούς και φανταχτερός γάμους της μητέρας του να τον πιάσουν και αυτόν. Και έτσι θα συνέχιζε την ύπαρξη του, ένα πουλί κλεισμένο σε ένα κλουβί με κάποια που θα μοιραζόταν και ίσως να επιδείνωνε τη δυστυχία του, δίπλα σε έναν πατέρα που εδώ και χρόνια ταλάνιζε τους υπηκόους του με τις φαντασιοπληξίες του και μια οικογένεια που ζούσε μηχανικά έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Και αυτή του τη μοίρα την αποδέχτηκε  ήθελε δεν ήθελε, γιατί στο κάτω κάτω δεν είχε και άλλη επιλογή. Ίσως όμως και γιατί αυτά τα παλιοβιβλία όπως έλεγε ο πατέρας του που του είχαν πάρει τα μυαλά τον βοηθούσαν να αλλάξει αυτή την κατάσταση προς το καλύτερο. Και το βασίλειο να απελευθερωνόταν από την μπότα του Σεβαστού.Τα κάστρα άλλωστε πέφτουν από μέσα. Αλλά αν ήθελε αυτό το ίσως να γίνει πραγματικότητα θα έπρεπε προς το παρόν να το κρατήσει για τον εαυτό του.
  Και ενώ τα είχε όλα σχεδιασμένα, η τύχη του γέλασε κατάμουτρα και έριξε αυτό το πλάσμα στον δρόμο του. Αυτό το κορίτσι, που περιφερόταν με τη στολή υπηρεσίας της στο αρχοντικό σαν φοβισμένο ελάφι του θύμιζε κατά κάποιον τρόπο τα αστέρια, που κοιτούσε έξω από το παράθυρο του δωματίου του για να γράφει τα δικά του ποιήματα που δεν θα έβλεπαν ποτέ το φως της ημέρας. Και αυτά τα κρυστάλλινα μάτια, αυτά τα χρυσαφένια σγουρά μαλλιά άρχιζαν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα δημιουργήματα του. Αλλά ακόμα δεν ήταν σε θέση να παραδεχτεί πως το άφυκτο όμμα για τον οποίον τον είχε δασκαλέψει η Σαπφώ τον είχε κοιτάξει κατάματα.
  Ούτε και όταν την παρακολουθούσε πώς πότιζε τους κήπους και πώς  χαμογελούσε την ώρα που φρόντιζε τα λουλούδια . Ούτε όταν ένιωθε πως οι σκοποί που σιγοτραγουδούσε στον εαυτό της έκαναν τις όπερες που παρακολουθούσε τόσα χρόνια να μοιάζουν ασυνάρτητες  τσιρίδες. Ούτε όταν παρακαλούσε κάθε πρωί να του φέρνει αυτή το πρωινό του.Ούτε όταν ρώτησε την οικονόμο του σπιτιού, την Αγορίτσα, να μάθει το όνομα της και εκείνη κάτω από το πονηρό της χαμόγελο ,γιατί κατάλαβε με μιας ότι ο νεαρός Σεβαστός είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα,του απάντησε Ασημίνα και εκεί Νοέ σκέφτηκε ότι πιο όμορφο όνομα δεν υπήρχε. Ούτε όταν μέχρι και ο Κωνσταντής τον ρώτησε στο τραπέζι γιατί χαμογελούσε συνεχώς στον εαυτό του. Ούτε όταν την έβλεπε από το παράθυρο του γραφείου του πατέρα του, όταν τα σατανικά σχέδιά του επέτρεπαν στο βλέμμα του να ξεφεύγει προς τη μεριά της βρύσης να φέρνει νερό και την περνούσε να νύμφη που βρισκόταν πια στο φυσικό της περιβάλλον. Ούτε όταν έκλεινε τα μάτια του και το τελευταίο πράγμα που έβλεπε ήταν η μορφή της να χαμογελά, ένα χαμόγελο που είχε πια αποστηθίσει.
  Δεν μπορούσε πια να αποφασίσει αν ήταν η μούσα του ή μια νεράιδα που του είχε κλέψει την καρδιά και  επέστρεφε ανενόχλητη στο σπίτι της λίγο πιο έξω από το χωριό. Γιατί δεν φαινόταν να ανταποδίδει τα βλέμματα του που φλέγονταν με το που την έβλεπαν.Το προσωπικό υποτίθεται ότι δεν επιτρεπόταν να κοιτάζει τους Σεβαστούς όταν τους υπηρετούσαν, αλλά αν ένιωθε έστω και λίγο έρωτα από αυτόν που ένιωθε ο ίδιος δεν θα χαλούσε για λίγο την εικόνα της τέλειας υπηρέτριας που είχε μέχρι τώρα;
   Του είχε σαλέψει τελείως μάλλον όταν αποφάσισε να πάει στη γιορτή που οργανώνονταν στο χωριό. Έρωτας ξεέρωτας δεν ήξερε πλέον τι ένιωθε το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να την δει έξω από το μίζερο παλάτι, να της μιλήσει να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να δοκιμάσει την τύχη του μήπως και κατάφερνε να νιώσει και εκείνη για εκείνον κάτι, μια συμπάθεια οτιδήποτε. Το θέμα των μασκαράδων έλυνε μια χαρά το πρόβλημα της αναγνώρισης από τους υπόλοιπους χωρικούς και έτσι οπλισμένος με τη βενετσιάνικη μάσκα που του είχε χαρίσει η θεία Ανέττα όταν ακόμη ήταν αποφασισμένη να ταξιδέψει όλο τον κόσμο και με την τυφλή πίστη στη δύναμη του αγνού έρωτα και στο τι θα μπορούσε αυτός να πετύχει αποφάσισε ότι ήταν η ώρα να ζωντανέψει τις ελπίδες του για ένα ρομάντζο από τις σελίδες χαρτιού που τόσο καιρό γέμιζε με μελάνι. Και έτσι βρέθηκε στον χορό.
  Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πλατεία του χωριού( δεν ήταν άλλωστε δύσκολο να ξεφύγει από την προσοχή των φύλλων του παλατιού' απλώς παρακολούθησε το προηγούμενο βράδυ τον Κωνσταντή που τα κατάφερνε πάντοτε) κατάλαβε ότι η βενετσιάνικη μάσκα μάλλον ήταν ακατάλληλη. Γιατί ανάμεσα στην απλότητα των χωρικών ο ίδιος ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Αλλά τα μουρμουρητά και τα διάφορα σχόλια των χωρικών για αυτόν σιώπασαν αμέσως μόλις την είδε. Με το απλό, γαλάζιο φόρεμα της, τα σταρένια της μαλλιά σαν καταρράχτες στους ώμους της και με μια μάσκα που ταίριαζε με το φόρεμα της να αφήνει τα κρυστάλλινα μάτια της να λάμπουν σαν δύο αστέρια στον ουρανό . Πλέον αποφάσισε . Ήταν μια πανέμορφη νεράιδα με μόνο σκοπό να του κλέψει τη μιλιά με την ομορφιά της. Δίπλα της στέκονταν δύο άλλες γυναίκες, με τις οποίες μιλούσε συνεχώς . Η μία αγέρωχη, με καστανά μαλλιά και καστανά μάτια με ένα μαύρο απλό φόρεμα και μάσκα ήταν ο ορισμός της δωρικής ομορφιάς.Η άλλη έμοιαζε αρκετά στην Ασημίνα, λίγο πιο ψηλή, με ροζ φόρεμα, το πιο στολισμένο από αυτά τον άλλων γυναικών και κέντριζε τα βλέμματα των άλλων αγοριών, μα εκείνος ήταν προσηλωμένος σε μία μονάχα που έλαμπε στο γαλάζιο τούλι.
  Με την μπάντα έτοιμη να ξεκινήσει τον επόμενο χορό αποφάσισε ότι τώρα ήταν η στιγμή του να δράσει. Περπατώντας τυλιγμένος σε ένα σύννεφο γεμάτο ρομαντικές ελπίδες έφτασε προς το μέρος της, και με όλη την επισημότητα που του επέτρεπε η απόκρυψη της πραγματικής του ταυτότητας, της υποκλίθηκε.
-Μπορώ να έχω τον επόμενο χορό δεσποινίς;
Η Ασημίνα σάστισε, η μεγαλύτερη από τις γυναίκες που την συνόδευαν τον κοίταξε απορημένη και μάλλον όχι με τις καλύτερες διαθέσεις ενώ η μικρότερη τον κοίταξε με ένα ύφος που μάλλον μαρτυρούσε το ξάφνιασμά  της που δεν ρώτησε εκείνη. Η Ασημίνα κοίταξε την μεγάλη της συνοδό, κοίταξε μια φορά και τη μικρότερη.
- Ασφαλώς, ψέλλισε, με τη φωνή της να γεμίζει το στομάχι του χρωματιστές πεταλούδες.
Τα όργανα ξεκίνησαν και κρατώντας της το χέρι την οδήγησε στον χώρου όπου τα υπόλοιπα ζευγάρια χόρευαν έναν χώρο που θύμιζε  βαλς, μόνο πιο γρήγορο και χαρούμενο , που η  θεία Ανέττα είχε την καλοσύνη να του διδάξει όταν ήταν στο Παρίσι σε μια προσπάθεια να συνδέσει το μικρό ονειροπόλο αγόρι με τις ρίζες του.Σε αυτά λοιπόν τα μαθήματα ο Νικηφόρος πήρε και την υψίστης σημασίας πληροφορία ότι η εγγύτητα των ζευγαριών που συμμετείχαν τους επέτρεπαν να συζητούν μεταξύ τους και δεν επρόκειτο να αφήσει αυτήν την ευκαιρία να πάει χαμένη.
- Σας αρέσει ο χορός δεσποινίς; Ο Νικηφόρος είχε μπει πλέον για τα καλά στον ρόλο του μυστηριώδους ρομαντικού πρωταγωνιστή από αυτούς που γνώρισε στα μυθιστορήματά του.
- Ναι, είναι από τους αγαπημένους μου, απάντησε η Ασημίνα, ακόμα φανερά σαστισμένη από την πρόταση αυτού του αγνώστου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω εσείς πώς τολμήσετε να ζητήσετε να σας συνοδέψω σε αυτόν τον χορό χωρίς να ξέρετε την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση.
- Θα έπρεπε να την ξέρω;
-Προφανώς για να ζητήσετε από μια κοπέλα τόσο τολμηρά να χορέψει μαζί σας ο στόχος σας θα πρέπει να είναι να της κάνετε καλή εντύπωση. Ωστόσο, αν δεν μου άρεζε ο συγκεκριμένος χορός, οποιοδήποτε αποτέλεσμα που επιθυμείτε να πετύχετε με την ανάδειξη των χορευτικών σας ικανοτήτων  δεν θα ήταν εφικτό, πολύ απλά επειδή ο ίδιος ο χορός που θα με αναγκάζεστε να χορεύω θα με διέθετε αρνητικά απέναντί σας.
Ο Νικηφόρος  ασυναίσθητα χαμογέλασε. αυτή η νεράιδα ήταν και ετοιμόλογη.
- Μπορεί κάποιοι από εμάς να υπερτιμούμε τις ικανότητες μας να σαγηνέψουμε μια νεαρή κυρία και να θεωρούμε ότι οι χορευτικές μας ικανότητες θα μπορούσαν να αντιστιστρέψουν οποιαδήποτε αρνητική διάθεση προκαλούσε η επιλογή του χορού.
- Αυτοί οι κάποιοι λοιπόν από εσάς θα έπρεπε να αρχίσουν να βλέπουν τις ικανότητες τους πιο ρεαλιστικά.
Ο Νικηφόρος χαμογέλασε ξανά.
- Ο ρεαλισμός δεν μας ταιριάζει. Είμαστε αυτό που λένε  ρομαντικοί νομίζουμε πως ο έρωτας δεν κολλάει σε τέτοιες μικρότητες όπως το είδος του χορού , το μέρος, την ώρα, απλώς συμβαίνει.
- Έχετε δηλαδή το μυαλό στα σύννεφα;
Ο Νικηφόρος ανησύχησε που η αγαπημένη του νεράιδα που τον γοήτευε όλο και περισσότερο με τα αυστηρά σχόλιά της του θύμισε στιγμιαία τον πατέρα του.
- Τι σας κάνει να το λέτε αυτό;
Τα γαλανά της μάτια ξαφνικά αντί για θάλασσες τώρα του θύμιζαν πάγους έτσι όπως τον κοιτούσαν.
- Εγώ ξέρω πως στον έρωτα υπάρχουν όρια. Άρα υπάρχει και τόπος και χρόνος και χορός και πρέπει και όχι και μη. Αν ήταν να συνέβαινε έτσι απλά όπως υποστηρίζετε εσείς, τότε δεν θα υπήρχαν τόσα δυστυχισμένα ζευγάρια τριγύρω μας. Εκτός και αν εσείς δεν τα βλέπετε και επιλέγετε να ζείτε στην φαντασία σας.
- Εγώ πάλι γιατί πιστεύω ότι κατά βάθος και εσείς μέσα σε αυτή τη φαντασία μου κρατάτε συντροφιά;
  Για ένα λεπτό όλα σταμάτησαν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω τους φάνηκε να χάνεται και απλά έμειναν ακίνητοι να κοιτούν ο ένας τον άλλον, με βλέμματα που ηλέκτριζαν όλο τον χώρο.Και θα έμενε ευχαρίστως για πάντα εκεί να κοιτιούνται μεταξύ τους, γιατί για πρώτη φορά ένιωσε ότι τα συναισθήματα του έβρισκαν κάποια ανταπόκριση, έστω και μικρή.
Από τα κουτσομπολιά του χωριού πάντως τους έσωσε το γεγονός ότι μαζί με αυτούς σταμάτησε και ο χορός και βρέθηκαν ξαφνικά να χειροκροτούν μαζί με όλους τους υπόλοιπους . Και για μια στιγμή, ο Νικηφόρος πλησίασε το αυτί της Ασημίνας τόσο ώστε να είναι έτοιμος να λιώσει από το πόσο κοντά ήταν στη νεράιδά του  και τις ψιθύρισε
- Αν λέω αλήθεια έλα να με βρεις πίσω από την  εκκλησία.
Ήταν από τα ελάχιστα μέρη που θυμόταν από το χωριό όταν ως παιδί έβγαινε με τους γονείς του γύρο για να θαυμάσουν οι πληβείοι χωρικοί τους άρχοντες τους σύμφωνα με τη μητέρα του. Και αφού απομακρύνθηκε από πλάι της (δυστυχώς) κατευθύνθηκε και αυτός προς τα εκεί, τραβώντας τα βλέμματα των χωρικών των οποίων οι γλώσσες είχαν πάρει φωτιά με την παρουσία αυτού του μυστηριώδους νέου μαζί του. Δεν ήξερε τι να περιμένει, δεν ήξερε τι έκανε, το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο ουρανός είχε γεμίσει με αστέρια και αυτός θα έσκαγε αν δεν ξανακοιτούσε τα αστέρια που στόλιζαν το πρόσωπό της
  Και έτσι περίμενε. Περίμενε. Περίμενε. Και εκεί που πήγε να τα παρατήσει, και να γυρίσει σπίτι του με μια τσακισμένη καρδιά έτοιμος να γεμίσει ένα τετράδιο με ποιήματα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα, άκουσε ένα κλαδί να σπάει κοντά του. Ήταν η νεράιδά του και είχε έρθει όντως να τον δει. Επέστρεψε αυτός ο ηλεκτρισμός, αυτή η ένταση ανάμεσα στα βλέμματα τους, που ακόμα και στο σκοτάδι βρήκαν το δρόμο που τους οδηγούσε στη θέση που συνήθισαν. Στη θέση που πρέπει να είναι, σκέφτηκε ο Νικηφόρος. Σχεδόν υπνωτισμένος, προχώρησε μπροστά, "στη θέση που πρέπει"ξανασκέφτηκε ο Νικηφόρος και σε μια στιγμή αδυναμίας απλά έσκυψε και την φίλησε.

Μια ΝεράιδαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt