Έτρεχα.. θυμαμαι τον εαυτό μου απλά να τρέχει, όλο και πιο γρήγορα. Έτρεχα με ολη μου την ταχύτητα. Οι μύες μου δούλευαν τόσο πολύ. Τους ένιωθα να φλέγονται. Δεν σταμάτησα. Συνέχισα. Στα χέρια μου ο περιβόητος χαρτοφύλακας και δύο τζιπ μαύρα με φιμέ τζάμια, αλεξίσφαιρα, ακριβώς από πίσω μου να με ακολουθούν. Κατάφερα και έκλεψα το χαρτοφύλακα. Που θα με οδηγούσε όμως αυτο; Έπρεπε να χάσουν τα ίχνη μου. Εκεί όμως που δεν το περίμενα σαν από θαύμα κατάφερα αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Με έχασαν από τα μάτια τους και βρήκα μέρος να κρυφτώ. Θα τους έπαιρνε λεπτά ίσως και ώρες να με εντοπίσουν. Ήταν μια αποθήκη. Ένα κατάστημα που χρόνια τώρα ήταν εγκατελλελημένο με σπασμένα τζάμια και κάποια πράγματα που απλά είχαν ξεχαστεί εκεί. Υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι, χωρίς καρέκλες. Φθαρμένο , ξύλινο. Γυρτό καθώς το ένα του ποδαράκι ήταν μισό σπασμένο. Ακούμπησα εκεί τον χαρτοφύλακα. Στεκόμουν για λίγα λεπτά και απλά το κοίταζα. Και μου ήρθαν οι σκηνές από το συμβάν. Σαν να τις βλέπω ολοζώντανα ξανα μπροστά μου.
Εγώ να φτάνω στο σημείο του ραντεβού, κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Ενας τύπος, ψηλός, γεροδεμένος, να πλησιάζει σε ένα παγκάκι και να ακουμπάει τον χαρτοφύλακα απαλά εκεί. Είδα και τον άλλο τύπο, που περίμενε τον ψηλό να μπει στο τζιπ για να κάνει την κίνηση του. Όρμηξα τρέχοντας, άρπαξα τον χαρτοφύλακα και από εκείνη την στιγμή τρέχω. Που να το φαντάζονταν ότι κάποιος άλλος εκ τον των προγραμματισμένων, θα γινόταν και μάρτυρας της συναλλαγής αλλά και κλέφτης του χαρτοφύλακα.
Φοβόμουν μήπως έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου ή απλώς μια έξυπνη κίνηση. Ένας τρόπος υπήρχε να το ανακαλύψω. Να ανοίξω τον χαρτοφύλακα.
Ακούμπησα τον χαρτοφύλακα και έβαλα σιγά σιγά τα δάχτυλα μου στις δύο ασφάλειες. Τον άνοιξα. Όλος ο κόπος μου, όλη μου η αγωνία, όλα τα δύσκολα χρόνια που έζησα ως τώρα, όσες δουλειές και αν έκανα στις ζωή μου με αφεντικά που δεν με σεβονταν.. όλα έδειχναν να τελειώνουν. Στα χέρια μου κράταγα την σωτηρία μου, μια άλλη ζωή, μια ζωή που ποτέ δεν τόλμησα να ονειρευτω. Από την στιγμή που δεν είχα τίποτα, που το μέλλον μου ήταν αβέβαιο, που η ζωή της μητέρας μου έδειχνε να χάνεται, και η ελπίδα να χάνεται και αυτή όλο και πιο μακριά, ξαφνικά όλα ανατράπηκαν. Ο χαρτοφύλακας, μια απόφαση της στιγμής. Ο χαρτοφύλακας περιείχε ένα ποσό που μόνο στα πιο τρελά σου όνειρα.. από καρμίρης και φτωχός.. έγινα εκατομμυριούχος μέσα σε μια στιγμή. 50 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ.. δικά μου.
Έπιασα στα χέρια μου τα χαρτονομίσματα. Τα μέτρησα ξανα και ξανα. Αλλά κάθε φορά αργουσα να τελειώσω με το μέτρημα. Τα έβαλα ξανα μέσα στο χαρτοφύλακα. Τον έκλεισα καλά. Τον κράτησα ξανα στα χέρια μου και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου.
Φτάνοντας σπίτι με περίμενε ο πατέρας μου ο οποίος ήθελε κάτι να μου πει αλλά από την άλλη ήταν με το ποτό στο χέρι και δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά. Τον κοίταξα με λύπηση και απέχθεια. Η για να το θέσω καλύτερα με απλή αδιαφορία. Πήγα στο δωμάτιο μου. Έκρυψα το χαρτοφύλακα μέσα στην ντουλάπα με τα ρουχα μου. Αφαίρεσα μόνο το ποσό για το χειρουργείο. Το έκρυψα σε μια τζαντα και την πέρασα χιαστί στον ώμο μου.
Πηγαίνοντας ξανα στην είσοδο του σπιτιού ο πατέρας μου στεκόταν μπροστά από την πόρτα.
YOU ARE READING
Η ιστορία ενός εκαμμυριούχου : Εκδίκηση
RomanceΈνας νεαρός, μαθημένος στις δυσκολίες της ζωής.. βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση καθώς δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να θεραπεύσει την μητέρα του.. ώσπου μια μερα αποφασίζει να ρισκάρει και Από τύχη γίνεται εκαμμυριούχος.. όμως όλες οι πράξεις μ...