Μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να βγάλει άχνα. Με έναν εσωτερικευμένο θυμό να τον τρώει από μέσα προς τα έξω, γλίστρησε κατά μήκος της πόρτας, αφήνοντας έναν κρότο όταν τα κόκαλα του χτύπησαν την επιφάνεια του πατώματος. Είχε χάσει μάζα αυτόν τον μήνα, πλέον μπορούσες να δεις τα πλευρά του χωρίς καν να τεντώνει τον κορμό του. Μια απαθής, μαύρη σκιά που δεν είχε ούτε ταυτότητα, ούτε χρόνο να χάσει στη Γη.
Το δωμάτιο εκείνο ήταν κλειστό, απόμακρο και είχε κακό φωτισμό, λες και με κάποιον τρόπο φιλοξενούσε πολλα άτομα ταυτόχρονα, όλα αόρατα. Και παρ'ολες τις άμορφες παρουσίες ήταν και πάλι σαν να είχε χάσει κάθε ίχνος προσωπικότητας. Ήταν μονάχα τέσσερεις τοίχοι, από τους οποίους έλειπαν τα σημάδια της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως οι τρύπες από καρφιά, ή οι αφίσες και οι φωτογραφίες. Τα ράφια ήταν σκονισμένα και συνολικά υπήρχαν δύο φοιτητικά βιβλία που είχαν ξεμείνει σε κάθε γωνιά. Το κρεβάτι- που δεν ήταν ακριβώς κρεβάτι, πάρα ένα απλό στρώμα σε μια βαση- ήταν τοποθετημένο λοξά, σαν παρατημένο· θα έλεγες πως ήταν το κέντρο του δωματίου εκείνου. Στο πάτωμα άδεια σακουλάκια με υπολείμματα σκόνης και κόκκινα ποτήρια μιας χρήσης που αποκάλυπταν πως ο ιδιοκτήτης είχε όντως, αυτοκαταστροφικές τάσεις.
Εκείνος, από την άλλη.
Ένιωθε ήδη νεκρός. Δεν ήξερε τι τον κρατούσε καθηλωμένο εδώ. Ο θυμός μέσα του έκανε απελπισμένες απόπειρες να βρει την έξοδο, μέσα από παλιές ουλές, μελανιές, σημάδια.Μάταια.