Ειμαι ζαλισμένη νιώθω το αίμα τα στάζει απο το μέτωπο μου και να πέφτει στην άσφαλτο η φωνή μου ειναι αδύνατο να βγεί απο τα χείλη μου ο πόνος στα πλευρά και την μέση μου αρχίζει να δυναμόνη η θερμοκρασία μου ανεβαίνει όλο ενα και περισσότερο μια τελευταία κραυγή βγαίνει απo το στομα μου και πέφτω αναίσθητη μέσα στη θολούρα ακουω ήχους απο βήματα που γίνονται ποιό γρήγορα οσο με πλησιάζουν και μετα σειρήνες απο ασθενοφόρο . Το απόλυτο κενό . Ξεκιναω να νιώθω το χέρι κάποιου να κρατάει το δικό μου σφιχτά . Προσπαθω να ανοίξω τα μάτια μου αλλα τα βλέφαρα μου είναι βαριά ασήκωτα .Το πρωτο πράγμα που αντίκρισα ηταν ενα πρόσωπο ενος αγοριού . Μου χαμογέλασε
-Καλός την
-Ε?
-Ελα ρε Βιολέτα
-Συγγνώμη εγω είμαι η Βιολέτα?
-Καλα πλακα κανεις?
-Οχι εσείς ποιος είστε?
πριν προλαβει να τελειώσει μια πρόταση μπήκε μεσα ενας γιατρός και του ζήτησε να τον ακολουθήσει
Προφανώς ήταν γιá μένα ήμασταν σε νοσοκομείο εγω ξαπλωμένη ìε óùëçíÜêéá στα χέρια . Χωρις να θυμάμαι τίποτα απο την υπόλοιπη ζωη μου. Το αγόρι μπήκε μέσα στο δωμάτιο φανερά αναστατομενο και βουρκωμένα ματιá
-Μήπως θες να μου πεις και μενα τι έγινε?
Ήρθε κοντά μου με μια αποτομη κίνηση και με έσφιξε στην αγκαλιά του
-Πες μου οτι με θυμάσαι το όνομα μου έστω . Πως με λενε Βιολέτα
Δεν ήξερα τι να πω δεν το ήξερα το ονομα του ούτε ποιος ήταν ούτε καν ποια ήμουν εγω . Έσκυψα το κεφάλι μου κάτω κοιτάζοντας το πάτωμα
-Ο τζεικ είμαι δεν γίνετε να μην με θυμάσαι
-Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ
-Δεν ...δεν πειράζει
Έβλεπα την λύπη στα μάτια του τον πόναγε
-Μπορω να σε ρωτήσω κατι
-Φυσικά
-Γιατι δεν θυμάμαι τίποτα
-Προσωρινή αμνησία
-Τιιι?
-Μην τρομάζεις προσωρινή ειναι ελπίζω
-Και εσυ τι μου είσαι εννοώ αδελφός τι?
-Φίλος πολύ καλός φίλος
-Οικογένια δεν έχω και είσαι μονο εσύ εδω?
-Οι γονείς σου πάνε συχνά επαγγελματικα ταξίδια και μένουμε μαζί
-Αλήθεια?
-Ναι θες να σε πάω
-Γίνετε?
-Φυσικά
-Θέλω
Βγήκαμε απο το νοσοκομείο μπήκαμε στο τρένο φτάσαμε σε μια ήσυχη γειτονιά με κρατούσε απο το χέρι και με καθοδηγούσε άνοιξε με τα κλειδιά του μια τζαμενια πόρτα και μπήκαμε στο ασανσέρ φτάσαμε στον 8ό όροφο απεναντι απο την πόρτα του ασανσέρ υπήρχε μια πόρτα γεμάτη χρώματα και κολάζ με φωτογραφίες και ζωγραφιές . Πλησίασα την πόρτα και με τα δάχτυλα μου ψιλαφιζα την αφή
-Εσύ το εχεις κάνει.
-Αλήθεια?
-Ναι
-Τρεις μέρες σου ειχε παρει
-Οι φωτογραφίες πότε έχουν τραβηχτεί?
-Ανάλογα είναι διάφορες
-Α
Άνοιξε και την δεύτερη πόρτα βρεθήκαμε μέσα σε ενα ζεστό πολύχρωμο σπίτι . Με πήρε απο την μεση και με οδήγησε σε μια ακόμα πόρτα με παρόμοια διακόσμηση με την εξώπορτα
-Να φανταστώ το δωμάτιο μου?
-Καλα φανταζεσε . Αλλα πρεπει να μπεις μονη σου εδω μεσα
-Γιατι?
- Είχες πει πως οτι και να παθενες αυτό το δωμάτιο δεν θα το ξεχναγες ποτε
-Κατι θα ήξερα για να το είχα πει
-Τι να σου πω
Έσπρωξα την πόρτα και με δειλά-δειλά βήματα μπηκα στο δωμάτιο άκουσα την πόρτα πισω μου να κλείνει ηταν ένα δωμάτιο γεμάτο ζωγραφιές στους τοίχους στην πόρτα στο θρανίο στο κρεβάτι στην ντουλάπα νόμιζα πως εμπενα σε πινακα ζωγραφικής άφησες κολιμενες παντου κορνίζες απο το ταβανι κρεμόντουσαν κατι χάρτινα ουριγκαμι έκατσα στην καρέκλα του θρανίο το θρανίο έμοιαζε αναστατωμενο μαλλον νωρίτερα κατι έκανα αλλα δεν μπορουσα να καταλαβω τι άρχιζα να ανοιγω συρτάρια να βλεπω φωτογραφίες βιβλία μολύβια αλλά τίποτα το μυαλο μου σαν να ειχε σταματισει απο την λειτουργία . Βγήκα εξω απο το δωμάτιο με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου
-Τίποτα ε?
-Νομιζω δεν θα θυμιθω ποτέ
-Μην το λες αυτο εγω θα σε βοηθισω
-Πως?
-Δεν ξερω αλλα θα το βρουμε μαζι
Περασε 1 βδομάδα χωρίς κανενα αποτέλεσμα και ενα απόγευμα εκει που καθομασταν κουρασμενοι και απογοητευμενοι στον καναμε με τον Τζεικ
-Ο μονος τροπος να θυμηθεις δεν ειναι στην Αθήνα
-Αλλα?
-Εκει που παμε κάθε καλοκαίρι εκει εχεις περισσότερες ωραιες μνημες να θυμηθείς
-Και που πηγαίναμε?
-Εκπλιξη
Χα