Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

29 3 2
                                    

"Όταν ήμουν μικρός είχα μια φοβερή φοβία με το σκοτάδι. Όταν λέω φοβερή το εννοώ. Αν προσπαθούσες να με κλείσεις σε δωμάτιο χωρίς φως θα είχα φρικάρει, θα ούρλιαζα. Δεν μπορούσα σε καμία περίπτωση να κοιμηθώ με την λάμπα του κομοδίνοu μου κλειστή. Αλλά το περίεργο ήταν ότι δεν φοβόμουν μόνο το σκοτάδι, για να είμαι ακριβής το μεγαλύτερο μέρος της φοβίας ερχόταν από κάτι άλλο. Ερχόταν από τα σκοτεινά σοκάκια στους δρόμους, που ξέρεις ότι έχει κάτι μέσα αλλά, φοβάσαι τόσο πολύ που δεν μπορείς καν να το πλησιάσεις ή αυτή η μια φιγούρα που είδες στις 12 η ώρα το βράδυ να χάνεται στο σκοτάδι έξω από την πόρτα. Απλά αισθανόμουν ότι το σκοτάδι ήταν η τέλεια αφορμή για να γίνει κάτι αλλόκοτο, οπότε κάθε μέρα που γυρνούσα από βόλτα το βράδυ, έτρεχα γρήγορα. Μπορεί να με έβλεπαν οι άλλοι ανθρώποι σαν παλαβό αλλά δεν με πειράζει εγώ ξέφευγα ,ξέφευγα από αυτό. Ώσπου μια μέρα δεν έτρεξα αρκετά γρήγορα και εκεί είναι που όλα ξεκίνησαν..." είπε ο Πίτερ στους αστυνομικούς καθώς έτρεμε σαν το ψάρι.


Ο Πίτερ θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε την τέλεια ζωή, είχε καλούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα, είχε λεφτά από την μαμά και τον μπαμπά του και αν και δεν ήταν δημοφιλής είχε δυο κολλητούς, τον Στίβ και τον Μάικ που του ήταν υπέρ αρκετοί. Έμενε σε ένα μικρό όμως σχετικά σπίτι στην άκρη της πόλης σε μια σκοτεινή γειτονιά, ποτέ δεν του άρεσε εκεί, μάλιστα είχε κάνει κάμποσες προσπάθειες να πείσει τους γονείς του να μετακομίσουν στον κέντρο που μένουν και οι φίλοι του αλλά αυτοί αρνούνταν με δικαιολογία ότι εκεί είναι πιο κοντά στο μαγαζί τους. Οι γονείς του είχαν ανοίξει ένα super market κάποια τετράγωνα μακριά από το σπίτι τους και κατά έκπληξη τους πήγαινε αρκετά καλά. Ο Πίτερ γενικά ήταν ήσυχο παιδί αλλά τον ξεσήκωναν οι φίλοι του, ο Στιβ είναι ο τύπος που δεν μπορεί να πάρει τίποτα στα σοβαρά και δεν σταματάει να μιλάει, σοβαρά, ΠΟΤΕ. Ενώ ο Μάικ είναι εμφανέστατα ο ποιό θαρραλέος αφού θέλει να μπλέκεται στα πάντα ακόμα και αν δεν έχει καμία σχέση με αυτόν και το ένα πράγμα που αγαπάει περισσότερο από το να μπλέκεται σε ξένες υποθέσεις είναι να λέει στους άλλους να πηγαίνουν σε "περιπέτειες στη φύση" όπως το αποκαλούσε, που στην ουσία ήταν ότι πάνε σε απόκρημνα μέρη και περιπλανιούνται μέχρι να βρουν κάτι ενδιαφέρον. Ο Πίτερ και ο Στιβ τις περισσότερες φορές δεν ψηνόντουσαν αλλά ο Μάικ τους εκβίαζε ότι αν δεν έρθουν θα πάει να πει στους γονείς τους τι έγινε "εκείνη την ημέρα". Οι δύο τους είχαν κάνει κάτι πριν πέντε μήνες που το εκμεταλλεύεται κάθε φορά αυτός . Εκείνη την ημέρα είχαν πάει στο κέντρο και αποφάσισαν να αρχίσουν χτυπάνε κουδούνια σε σπίτια το ένα μετά το άλλο. Φυσικά κάθε φορά που χτυπούσαν ένα έτρεχαν και κρύβονταν πίσω από ότι βρουν για να δουν την αντίδραση του ένεικου. Όπως φαντάζεστε η αντίδραση καλή δεν ήταν και αφού είχαν χτυπήσει ΔΕΚΑ φορές το κουδούνι ενός μόνο σπιτιού ο εξαγριωμένος Γέρος ονόματι Τζιμ Γουιλσον που έμενε στο σπίτι κάλεσε την αστυνομία. Τα δυο αγόρια φρίκαραν και αντί να φύγουν πήγανε και τον παρακάλεσαν να μην φέρει την αστυνομία αυτός δεν τους άκουσε και αντίθετα επέλεξε να αρχίσει να τους κυνηγάει γύρω γύρω στην αυλή του. Το θέαμα ήταν ξεκαρδιστικό αφού αυτός ίσα ίσα περπατούσε και τα αγόρια είχαν σκάσει στα γέλια προσπαθώντας να ξεφύγουν το μπαστούνι που τους κυνηγούσε. Ώσπου είδαν όντως ένα περιπολικό να έρχεται και το γέλιο τους κόπηκε μαχαίρι. Οι δυο τους βγήκαν από την αυλή και άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν ώσπου έφτασαν κάπου που ήταν σίγουροι πως δεν θα τους βρουν. Μετά ανακάλυψαν ότι ο Μάικ έβλεπε τα πάντα αφού είχε μόλις σχολάσει από την προπόνηση βόλεϊ που είχε πάει, όταν τους είδε να χτυπάνε κουδούνια και απλά κάθισε σε μακριά απόσταση και τους έβλεπε να παίζουν κρυφτοκηνυγητό με τον γέρο και την αστυνομία. Τα δυο αγόρια τον παρακάλεσαν να μην πει τίποτα γιατί οι γονείς τους θα τους σκότωναν και ειδικά τον Πίτερ αφού από πάντα νόμιζαν πως οι φίλοι του είναι κακή επιρροή, όντως δεν είπε κάτι αλλά ένας θεός ξέρει πότε επιτέλους θα το ξεχάσει εάν το ξεχάσει ποτέ.

22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1987

Σήμερα ήταν μια ακόμα συνηθισμένη Κυριακή ο Πίτερ συναντήθηκε με το άλλο του μισό, όπως έλεγε κοροϊδευτικά ο μπαμπάς του (τον Μάικ και τον Στιβ). Αυτή τη φορά πήγαν και κάθισαν σε μια ταράτσα μιας πολυκατοικίας δίπλα στο σπίτι του Στιβ. Ανεβήκαν από τις μικρές σιδερένιες σκάλες και βεράντες που είχε η πολυκατοικία στα πλάγια. Πηγαιναν συχνά εκεί και τους άρεσε επειδή μπορούσαν να δουν από κάτω τους όλη την πόλη καθώς ο ήλιος ανατέλλει. Συζήτησαν για κάμποση ώρα και άλλαζαν θέματα συνεχώς από το τι έγινε στο σχολειό την Πέμπτη στο τι παίζει στο σινεμά αύριο και ποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι είναι καλύτερο. Πάντως όλες οι συζητήσεις είχαν ενδιαφέρον αφού στο τέλος κάθε φορά υπήρχε τσακωμός μια για το αν Μάικ έκανε το σωστό και έβρισε έναν καθηγητή στο μάθημα ή άμα η Παρασκευή και 13ης είναι καλύτερο από την Λάμψη ή αν τον πακ-μαν είναι καλύτερο από το ντονκι κονγκ(παιχνίδι της εποχής). Αφού πια όμως πήγε 10η ώρα έπρεπε να χωριστούν και όπως πάντα ο Πίτερ πήρε μόνος του τον δρόμο για το σπίτι του αφού η φίλοι του έμεναν στο κέντρο και αυτός στην άκρη της πόλης. Τα πάντα ήταν σκοτεινά στον δρόμο και οι λάμπες τρεμόπαιζαν αν δεν είχαν σβήσει εντελώς. Ο Πίτερ είχε πείσει τον εαυτό του ότι είχε ξεπεράσει την φοβία του με το σκοτάδι, δεν μπορεί 14 χρονών παιδί να φοβάται ακόμα το σκοτάδι! Αλλά κάθε φορά που περνούσε από αυτά τα σοκάκια ήταν σαν να γινόταν 5 ξανά και φοβόταν ότι από κάπου θα του επιτεθεί ο μπαμπούλας. Ένιωθε συνεχώς ότι κάποιος τον παρακολουθεί, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει όλο και πιο δυνατά με κάθε βήμα. Του φάνηκε σαν να άρχισε το σκοτάδι να εξαπλώνετε και ήταν σίγουρος, είναι εδώ, κάτι είναι εδώ. Δεν ξέρει τι αλλά είναι το πιο άσχημο πράγμα που μπορεί να φανταστεί ένας ανθρώπινος εγκέφαλος. Τον καραδοκεί όλη του την ζωή αλλά τώρα είναι η ώρα θα επιτεθεί είναι σίγουρος. Κάτι έχει αλλάξει σήμερα, πεινάει. Αρχίζει να τρέχει γρήγορα, πολύ γρήγορα. Τον ακολουθεί ακόμα έρχεται να τον πιάσει και δεν θα σταματήσει μέχρι να γίνει αυτό. Του φαίνονται σαν όλα να άρχισαν να πανικοβάλλονται, οι λάμπες αναβοσβήνουν όσο γρήγορα όσο η καρδία του χτυπά, τα σπίτια αρχίζουν να φαίνονται σαν εγκαταλελειμμένες αποθήκες και το φως όσο πάει λιγοστεύει. Είναι σαν να μπορεί να το ακούσει στο μυαλό του, έρχεται και σίγουρα τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν. ΕΡΧΕΤΑΙ, Ο Πίτερ έτρεχε με όλο τη δύναμη που του είχε μείνει. Η όραση του άρχισε να θολώνει ώσπου όλα έγιναν μαύρα. Το επόμενο πράγμα που θυμάται είναι να στέκεται πάνω από το κρεβάτι των γονιών του κρατώντας ένα μαχαίρι βυθισμένο στο αίμα.

Συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο!!!

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Feb 26, 2022 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Αυτό στο σκοτάδι (horror)Where stories live. Discover now