εισαγωγη & κεφαλαιο 1

390 10 2
                                    

[Εισαγωγη]

Η Ασημίνα δεν δέχτηκε ποτέ να μεγαλώσει το παιδί της αδερφής της και του άντρα της για δικό της. Όσο πληγωμένη και να ήταν κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν η λύση. Εξάλλου αυτό βόλευε μόνο τον Νικηφόρο και τη Δρόσω, για εκείνη ήταν απλώς κάτι που θα την ανάγκαζε να μείνει κοντά στον Σεβαστό που ενώ του έδωσε την καρδιά της εκείνος την έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Την επόμενη μέρα κιόλας έφυγε στην Λάρισα με την βοήθεια του Κυριάκου και από εκεί θα έπαιρνε το λεωφορείο για Αθήνα. Ο Νικηφόρος δεν έμαθε ποτέ κάτι παραπάνω από το ότι βρισκόταν στην Αθήνα. Βέβαια κανένας άλλος εκτός της Ουρανίας δεν γνώριζε, και εκείνη την είχε κάνει χρυσή η Ασημίνα να μην προδώσει ποτέ το μυστικό της.
Η Δρόσω γέννησε το παιδί και το μεγάλωσε σαν εξώγαμο. Κανείς στο χωριό δεν έμαθε ποιανού είναι, αλλά όλοι πίστευαν πως ήταν του Κωνσταντή. Εξάλλου γιατί να δώσει στο παιδί της το όνομα Σέργιος; Είχε δωθεί η δικαιολογία πως έγινε για να τιμήσει τον χαμένο σύζυγο της αδερφής της αλλά μόλις η Ελένη ομολόγησε τον φόνο του Σεργίου οι φήμες φούντωσαν στο χωριό. Κανείς όμως δεν φανταζόταν την αλήθεια.
Ο Νικηφόρος έβλεπε στα κρυφά το παιδί. Συνήθως τα Σαββατοκύριακα πήγαινε καμία βόλτα από το Σταμιρέικο ως ο θείος Νικηφόρος που έκανε παρέα με τον θείο Λάμπρο. Δεν κατάφερε να αγαπήσει άλλη γυναίκα. Κάθε μέρα έκανε προσπάθειες να εντοπίσει την Ασημίνα πάντα όμως ανεπιτυχώς.
Η Ασημίνα βρήκε μια δουλειά ως ράφτρα σε ένα μοδιστράδικο στην πρωτεύουσα χωρίς να ξεχάσει. Όσα χρόνια και να πέρασαν δεν ξέχασε ποτέ. Έμαθε να ζει με τον πόνο. Σιγά σιγά κατάφερε να νιώσει κάποια πράγματα και για άλλον άντρα, ποτέ όμως όπως ένιωσε για τον Νικηφόρο, και πάντα έχοντας τον στο πίσω μέρος του μυαλού της.
Έξι χρόνια μετά την φυγή της Ασημίνας, η ίδια βρισκόταν σε μια δίχρονη σχέση με τον εκδότη μιας μικρής εφημερίδας, τον Πέτρο τον Ορφανίδη, ο οποίος την έβλεπε σοβαρά. Βέβαια δεν ήξερε ότι η Ασημίνα ήταν παντρεμένη, και μάλιστα ότι δεν είχε πάρει ακόμα διαζύγιο.

Κεφάλαιο 1.
Η ζωή στα 6 χρόνια 

Το φως του ηλίου διαπερνούσε τα παραθυρόφυλλα ξυπνώντας την. Ήταν Κυριακή, και είχε το ελεύθερο να ξυπνήσει ο,τι ώρα ήθελε, αφού το μοδιστράδικο ήταν κλειστό. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε να βγει μια βόλτα. Σήμερα ήταν μελαγχολική γιατί ήταν η επέτειος γάμου της με τον Νικηφόρο. Αναρωτιόταν πως θα ήταν τα πράγματα αν είχε δεχτεί εκείνη την συμφωνία. Έβρισκε συχνά τον εαυτό της να μετανιώνει που δεν δέχτηκε. Ήξερε πως σιγά σιγά θα ξεχνούσε, το παιδί θα της απάλυνε τον πόνο και θα μάθαινε να το αγαπάει, και θα κατάφερνε να συγχωρήσει τον Νικηφόρο και ίσως την αδερφή της για αυτό που της έκαναν. Όποτε όμως έκανε αυτές τις σκέψεις μάλωνε τον εαυτό της και έλεγε πως «ο,τι έγινε, έγινε για καλό». Έκατσε σε ένα παγκάκι στο πάρκο απέναντι από το σπίτι της και σκέφτηκε πως εκείνη την ημέρα ίσως να αντάλλαζε δώρα με τον Νικηφόρο. Θα του αγόραζε μια πένα, ήταν σίγουρη για αυτό. «Άραγε να γράφει ακόμα;» σκέφτηκε. Αμέσως όμως σταμάτησε τον εαυτό της από αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι και πήγε προς το σπίτι για να καθαρίσει και να μαγειρέψει. Θα έτρωγε με τον Πέτρο εκείνο το μεσημέρι...

Και αν...Where stories live. Discover now