Η Αποθήκη

1.3K 29 10
                                    

Το επόμενο πρωί δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα στο τραπέζι. Ήταν συνηθισμένος σε αυτό εδώ και καιρό, όμως για κάποιο λόγο, εκείνη την ημέρα τον πείραξε πιο πολύ από ότι τις προηγούμενες. Μπορούσε να δει στο πρόσωπό της πως δεν είχε κοιμηθεί. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και το δέρμα της κάπως πιο χλομό, ωστόσο κανένας άλλος δε φάνηκε να το προσέχει. Ήταν αφύσικα ήσυχη, όμως κανένας δεν την πίεσε απευθύνοντάς της τον λόγο.

Πριν φύγει ο Σέργιος για να επιβλέψει τις δουλειές στα χωράφια και τον συνεταιρισμό, την φίλησε τρυφερά στο μέτωπό. Κατάπιε με δυσκολία όταν είδε το χαμόγελο στα χείλη της. Έκανε να φύγει, μα εκείνη τον σταμάτησε τυλίγοντας τα δάχτυλά της γύρω από το χέρι του. «Σίγουρα να μην έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε, και για μια στιγμή του φάνηκε πως άκουγε κάτι σαν παράπονο στη φωνή της. Το στομάχι του σφίχτηκε. Θέλησε να αποστρέψει το βλέμμα του, αλλά δεν τα κατάφερε. «Σίγουρα» τη διαβεβαίωσε «Κάτσε να ξεκουραστείς αγάπη μου». Το κουρασμένο της μειδίαμα πλάτυνε λίγο παραπάνω. Του ένευσε απλά και σε μια στιγμή που κανένας τους δεν περίμενε, σηκώθηκε για να τον αγκαλιάσει. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το σώμα του και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

Η καρδιά του βούλιαξε απότομα. Πως μπορεί να πίστεψε, έστω και για μια στιγμή πως είχε μετανιώσει; Έβλεπε πως τον αγαπούσε. Εκείνη την στιγμή το έβλεπε πιο καθαρά από ότι κάθε άλλη φορά.

Άφησε ένα σύντομο φιλί στα χείλη του πριν τον αφήσει να φύγει και να καθίσει ξανά στο τραπέζι. Βυθίστηκε σχεδόν αμέσως στη σιωπή. Δεν ήταν δύσκολο για κάποιον να καταλάβει πως δεν ένοιωθε καλά, πως κάτι την απασχολούσε, ειδικά για αυτόν που την ήξερε καλύτερα από τον καθένα, και διάβαζε αβίαστα τις εκφράσεις της. Δεν προσαρμόστηκες, σκέφτηκε, Συμβιβάστηκες. Αυτό διάβαζε στα μάτια της, μα φοβόταν να πιστέψει πως ήταν πράγματι αλήθεια.

«Πρέπει να φύγω» είπε προσπαθώντας να καταπιεί την πίκρα του «Θα αργήσω». Σηκώθηκε και την ίδια στιγμή το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. Τον κοίταξε λες και μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του εκεί. Είχε κάτι που έμοιαζε με πόνο και τύψεις στα μάτια της, κρυμμένο καλά μέσα στις καστανές της ίριδες. Άνοιξε ελαφρώς το στόμα της και για μια στιγμή νόμιζε πως θα του πει κάτι, μα δεν το έκανε ποτέ. Κοίταξε ξανά το φλιτζάνι στα χέρια της. Το ακούμπησε στο τραπέζι παρατηρώντας για πρώτη φορά ότι έτρεμε. «Συγγνώμη, δε νοιώθω καλά» ψέλλισε κι έκανε να σηκωθεί. Ο Μιλτιάδης την στήριξε ανήσυχος, όμως εκείνη αρνήθηκε την βοήθειά του. Ανέβηκε βιαστικά στην κάμαρή της, χωρίς να πει οτιδήποτε άλλο.

Η ΑποθήκηWhere stories live. Discover now