Κεφάλαιο 1ο

243 9 6
                                    


Επιτέλους είχε έρθει η μέρα. Η μέρα της απόλυσης του από το ναυτικό. Είχε βάλει τα δυνατά του όλο αυτό το διάστημα να μην παρεκτραπεί, ώστε να μην αναγκαστεί να εκτίσει μεγαλύτερη θητεία, ώστε να μην μείνει κι άλλο μακριά της.
Τακτοποιούσε τα τελευταία του πράγματα μέσα στο σάκο κι σήκωσε το μαξιλάρι του για να αφαιρέσει τη μαξιλαροθήκη που ήταν της μάνας του και ποιος ξέρει πόσα θα του έσουρε η κυρά Καλλιόπη αν δεν την επέστρεφε. Εκεί κάτω τα βρήκε. Τα γράμματα της. Ένα προς ένα, όλα όσα του έστειλε από την αρχή της θητείας του. Τα είχε κάτω από το μαξιλάρι του για να την νιώθει όσο πιο κοντά του γίνεται. Να μυρίζει το άρωμα της, που ήταν σαν να έμενε αναλλοίωτο πάνω στο λίγο φθαρμένο από τον χρόνο χαρτί, το οποίο ήταν τόσο μοναδικό όπως και η ίδια. Ένας μυστηριώδης και μεθυστικός συνδυασμός γαρδένιας και φρέζιας που μοσχοβολούσε από όλα τα σημεία του κορμιού της με αποκορύφωμα το σημείο ανάμεσα στον ώμο και τον επιβλητικό λαιμό της. Εκεί το άρωμα της πολλαπλασιαζόταν και όταν αυτός την φιλούσε απαλά- συνήθεια που λάτρευαν και οι δύο εξίσου- ένιωθε πως χανόταν μέσα της και η μυρωδιά της καταλάμβανε κάθε εκατοστό του κορμιού του.
Έτσι και τα γράμματα ήταν ποτισμένα με το άρωμα της και όταν έκλεινε τα μάτια του τα βράδια την ονειρευόταν με την ευωδιά αυτή να τον διαπερνά. Ένιωθε πως άγγιζε την λευκή επιδερμίδα της, πως αντίκριζε το καλλίγραμμο κορμί της, πως τα χέρια του χάνονταν στα μαύρα μακριά μαλλιά και πως φιλούσε τα ελαφρώς κόκκινα και απαλά χείλη της. Κάθε βράδυ με την ίδια αίσθηση κοιμόταν και με την ίδια αίσθηση ξυπνούσε. Και κάθε πρωί διάβαζε ένα ένα τα γράμματα της που κατέληγαν πάντα με την ίδια φράση
Θα σε περιμένω πάντα ανυπόμονα, ξανθέ μου πρίγκιπα!
Σ’ αγαπώ
Η προσφώνηση ξανθός πρίγκιπας ήταν δική της πρωτοβουλία, καθώς έτσι τον αποκαλούσε μέσα της από τότε που τον είδε εκείνο το βράδυ στο πανηγύρι του Αη Λιά, όταν ακόμα δεν γνώριζε το όνομα του. Έτσι κάθε φορά που τον σκεφτόταν έτσι τον έφερνε στον νου της, ως τον ξανθό της πρίγκιπα που είχε κλέψει ένα κομμάτι από την καρδιάς της και το έκανε δικό του για πάντα. Παρόλο που αργότερα έμαθε το όνομά του και τα πάντα για εκείνον ο χαρακτηρισμός ξανθός πρίγκιπας δεν άλλαξε και ούτε κι ήθελε ο Μαθιός να αλλάξει. Του άρεσε γιατί ήταν κάτι μοναδικό , κάτι που μόνο οι δυο τους γνώριζαν γιατί και πως προέκυψε.
Τα γράμματα τους ήταν αυτά που γλυκαιναν λιγάκι την πίκρα του αποχωρισμού και έκαναν μυαλό και καρδιά να μετράνε αντίστροφα μέχρι την επόμενη κρυφή συνάντηση. Τώρα όμως όλα αυτά είχαν τελειώσει. Τώρα θα ήταν συνέχεια μαζί. Δεν θα έμεναν χώρια ποτέ ξανά. Δεν το πίστευε ο Μαθιός πως πραγματικά απολύοταν. Ίσως αν δεν την είχε γνωρίσει να μην ήταν τόσο ανυπόμονος να φύγει από το ναυτικό μιας και από μικρό που άκουγε τον πατέρα του να του εξιστορεί γεγονότα και στιγμές από τη δική του θητεία ονειρευόταν την ώρα που θα έφτανε και η δική του σειρά και ήταν σίγουρος πως δεν θα ήθελε να τελειώσει ποτέ. Άλλωστε η έννοια της πατρίδας ήταν πάντα κυρίαρχη στο σπίτι του και φρόνουσε πως σκοπός του πάντα θα ήταν η οικογένεια και η πατρίδα του. Όμως από τότε που την πρωτοείδε η ζωή του πήρε άλλο δρόμο. Κατάλαβε ότι αρχή και τέλος του ήταν αυτή η κοπέλα με το γαλάζιο φοράμε που στεκόταν αντίκρυ του. Από τότε ο μόνος σκοπός της ζωής του έγινε αυτήν. Το χαμόγελο της, που λάτρευε να βλέπει να σχηματίζεται στο πρόσωπο της και να φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο του.
Τον έβγαλε από τις σκέψεις του η φωνή του φίλου του, Γιώργη , που φώναζε το όνομα του. Αποτελείωσε τον σάκο του, έβαλε προσεκτικά στη αριστερή πάνω τσέπη του μπουφάν τα γράμματα της, ώστε να τα έχει δίπλα στη καρδιά του,  όπου κατοικούσε αυτή, και βγήκε να τον συναντήσει
« Έλα Μαθιό ήρθε η ώρα μας. Τελειώσαμε φίλε μου! Άντε γρήγορα γιατί θε σε περιμένει το κορίτσι σου!» φώναξε μόλις τον είδε να βγαίνει από την πόρτα.
«Μην φωνάζεις σατανά! Θα μας ακούσει κανένας!» του απάντησε έντονα ο Μαθιός αλλά δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελο που άνθισε στα χείλη του όταν την έφερε στο νου του.
Ο Γιώργης ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε για τη σχέση τους. Ο Μαθιός είχε αναγκαστεί να του το πει όταν κάποια στιγμή είχε αρρωστήσει βαριά και αδυνατούσε να πάρει άδεια για να πάει να τη δει. Έτσι καθώς ο Γιώργης ήταν συγχωριανός και κολλητός του φίλος του ζήτησε να μεταφέρει αυτός τα νέα στη Βασιλική του για να μην ανησυχήσει. Από τότε ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μιλούσε ανοιχτά για τα αισθήματα του.
Κατευθύνθηκαν προς το αμάξι, όμως πριν μπει μέσα ο Μαθιός σταμάτησε μια στιγμή και πλησίασε τη βουκαμβίλια που δέσποζε στην άκρη της βάσης. Αυτή βουκαμβίλια από τη πρώτη στιγμή του θύμισε το κορίτσι του και κάθε φορά που πήγαινε να την δει πάντα της πρόσφερε από μία. Έτσι και τώρα έκοψε ένα άνθος και το έβαλε στη τσέπη του πάλι στα γράμματα της. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής.

Στα κρυφά Where stories live. Discover now