Ένα σκοτεινό διήγημα : Απελευθέρωση

18 4 0
                                    

Ένα παλιό ερειπωμένο κτήριο... Διέσχισα την πύλη χωρίς κανένα δισταγμό, αναζητώντας αυτή την αίσθηση του αλλόκοσμου... Τα μισόγυμνα κλαδιά των δέντρων γύρω μου άρχισαν μελωδικά να τρυπούν την σιωπή που απλωνόταν, ο αέρας τρύπησε το δέρμα μου καθώς χτυπούσε με ορμή το σώμα μου... Τα μαλλιά μου χόρευαν ακολουθώντας αυτή την απόκοσμη μελωδία του ανέμου... Το μακρύ παλιό, σχεδόν κουρελιασμένο φόρεμά μου έπεφτε βαρύ πάνω στο έδαφος, τα μάτια μου ήταν δακρυσμένα και το μυαλό μου βρισκόταν ήδη στην αντίπερα όχθη, εκεί που κανένας δεν τολμούσε να πάει... Η ανάσα μου έβγαινε βαριά και η καρδιά μου σε κάθε βήμα επιτάχυνε τον ρυθμό της. Άνοιξα την ξύλινη πόρτα γεμάτη σιγουριά, κι εκείνη άφησε έναν μακρόσυρτο ήχο. Με είχαν προειδοποιήσει πολλές φορές γι αυτό το κτήριο, κανείς από όσους έλεγαν πως είχαν μπει δεν είχε γυρίσει. Ήταν απαγορευμένο... Το είχαν στο μυαλό τους ως μία πύλη για την κόλαση, για τον κάτω κόσμο ή όπως αλλιώς ονόμαζαν τους φόβους τους... Με το πρώτο βήμα που έκανα στο εσωτερικό του σπιτιού, ένιωσα την ανατριχίλα να διαπερνά όλο μου το σώμα... Υπήρχε ένας διάδρομος, όπου άρχισα να τον διασχίζω. Άκουσα την κεντρική πόρτα πίσω μου να κλείνει με δύναμη. Ήξερα πως δεν υπήρχε επιστροφή, κι ούτε ήθελα να επιστρέψω... Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο, ένας παλιός σκονισμένο καναπές, μερικές πολυθρόνες ένα παλιό τζάκι που ακόμα διακρίνονταν στάχτες στο εσωτερικό του, ένας μεγάλος πολυέλαιος που κρεμόταν μεγαλόπρεπα από το ταβάνι και μία μεγάλη ξύλινη σκάλα. Καθώς πλησίαζα και άγγιζα τα έπιπλα άρχισα να ακούω μία υπέροχη μελωδία, που όμοιά της δεν είχαν ακούσει ποτέ ανθρώπινα αυτιά... Διέκρινα στα δεξιά της σκάλας, ένα παλιό σκονισμένο πιάνο. Τα πλήκτρα κινούνταν μόνα τους σκορπώντας την πιο μακάβρια και ταυτόχρονα όμορφη μελωδία που είχα ακούσει ποτέ... Στάθηκα για λίγη ώρα να το κοιτώ, αμίλητη. Έστρεψα το βλέμμα μου προς την ξύλινη σκάλα κατευθυνόμενη προς εκεί. Σε κάθε βήμα μου, η σκάλα άφηνε ένα απόκοσμο τρίξιμο. Το φόρεμα μου, είχε γεμίσει με σκόνη. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πόσα χρόνια έχει να μπει άνθρωπος εδώ μέσα αν στ' αλήθεια έχει μπει οτιδήποτε ανθρώπινο εδώ... Φτάνοντας στην κορυφή της σκάλας, μία παράξενη μυρωδιά κατέκλυσε τις αισθήσεις μου. Ήταν όμορφη, σαν ανθισμένα λουλούδια, όμως δεν υπήρχαν πουθενά. Δεξιά μου, υπήρχε μόνο μία πόρτα, πράγμα που μου έκανε εντύπωση γιατί σε ένα τόσο πελώριο σπίτι δεν ήταν δυνατόν να υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο. Άνοιξα την ξύλινη πόρτα και κοίταξα στο εσωτερικό της. Ήταν ένα δωμάτιο, στο οποίο υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό και βαριές κουρτίνες να το κοσμούν, ένας μεγάλος πελώριος καθρέφτης, ένα γραφείο, ένα παράθυρο και μία μεγάλη ντουλάπα. Όλα ήταν σκονισμένα μαρτυρώντας το πόσο παλιά ήταν. Μπήκα στο δωμάτιο κι άρχισα να παρατηρώ την κάθε λεπτομέρεια. Ένιωθα σαν να ήταν κάτι οικείο, σαν να έχω ξανά βρεθεί εδώ... Πάνω στο παλιό γραφείο υπήρχε ένα βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα παλιό ημερολόγιο με σκουρόχρωμο εξώφυλλο και ένα μαύρο τριαντάφυλλο να το κοσμεί. Το άνοιξα και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Δεν ήξερα γιατί. Στην πρώτη σελίδα αναγραφόταν ένα όνομα, προσπάθησα να το διακρίνω γιατί με το πέρασμα του χρόνου είχε ξεθωριάσει. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται όταν διάβασα το όνομά μου... Τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα. Διάβασα το ημερολόγιο. Ήταν μόνο μερικές σελίδες. Σελίδες της κάποτε ζωής μου... Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Σε μία σελίδα είχα γράψει ότι ένιωθα τον θάνατο να πλησιάζει, ότι εκείνη την μέρα θα συνέβαινε κάτι κακό. Το ημερολόγιο έπεσε απότομα από τα χέρια μου καθώς ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι μου, έφερε πίσω όλες τις αναμνήσεις. Είχα πεθάνει πριν πολλά χρόνια. Τώρα το θυμόμουν. Θυμόμουν την μέρα που έγινα δεκαοκτώ, την μέρα που έγραψα αυτές τις λέξεις στο ημερολόγιό μου. Όλα έβγαζαν νόημα, αλλά και τίποτα δεν μπορούσε να εξηγηθεί με την λογική. Και τότε κατάλαβα... Αυτό που ζούσα τόσο καιρό δεν ήταν παρά μία ψευδαίσθηση. Μία επίγεια κόλαση... Κοίταξα από το παράθυρο... Για πρώτη φορά έβλεπα στ' αλήθεια... Άνθρωποι, σπίτια, δέντρα, ολόκληρη η πόλη ολόκληρος ο κόσμος γίνονταν στάχτη μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια μου... Έβλεπα το σώμα των ανθρώπων να εξαφανίζεται, να μένουν σκελετοί κι έπειτα να διαλύονται κι αυτοί αφήνοντας μόνο σκόνη. Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο μια οφθαλμαπάτη. Όλον αυτόν τον καιρό που μου έλεγαν να μείνω μακριά από αυτό το σπίτι, λέγοντας διάφορες ιστορίες, ήταν όλα μέρος ενός διαβολικού σχεδίου για να μην μάθω την αλήθεια. Για να μην ελευθερωθώ από αυτή την κόλαση... Κοίταξα ξανά μέσα στο δωμάτιο. Πλησίασα στην ντουλάπα, ανοίγοντάς την διέκρινα μόνο ένα φόρεμα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ένα κόκκινο σκούρο μακρύ φόρεμα με μαύρη δαντέλα. Το άγγιξα απαλά με τις άκρες των δαχτύλων μου... Το έβγαλα και το φόρεσα. Καθώς το απαλό, βελούδινο ύφασμα αγκάλιαζε το σώμα μου ένιωθα μία αίσθηση γαλήνης. Κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Τα μακρυά πυρόξανθα μαλλιά μου έφταναν μέχρι την μέση μου κυματίζοντας απαλά... Ήμουν πιο όμορφη από ποτέ. Ένιωθα επιτέλους ολοκληρωμένη, είχα φτάσει στην αλήθεια. Πάνω στο έπιπλο μπροστά στον καθρέφτη υπήρχε μία ασημένια βούρτσα. Άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου, σκεφτόμενη όσα ανακάλυψα. Στο μυαλό μου ήρθε μία μελωδία. Μία γνώριμη μελωδία. Άρχισα να την σιγομουρμουρίζω και τότε κατάλαβα. Ήταν η ίδια μελωδία που είχα ακούσει στο πιάνο. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Το θέαμα ήταν μοναδικό. Όλα είχαν αποκτήσει ζωή. Τίποτα δεν έμοιαζε παλιό και δεν υπήρχε ίχνος σκόνης. Ζωντανά χρώματα είχαν γεμίσει την ατμόσφαιρα, και όλα έλαμπαν. Άρχισα να κατεβαίνω την μεγάλη σκάλα, νιώθοντας ότι είχε φτάσει η ώρα... Το σαλόνι ήταν πανέμορφο, το φως του μεγάλου πολυελαίου είχε γεμίσει τον χώρο. Έφτασα στην βάση της σκάλας. Κοίταξα στα δεξιά το πανέμορφο μαύρο πιάνο. Είχε σταματήσει να παίζει. Έκατσα στο σκαμνάκι και τοποθέτησα τα χέρια μου πάνω στα πλήκτρα του. Άρχισα να παίζω σιγοτραγουδώντας ταυτόχρονα την γνώριμη μελωδία. Ο χώρος γέμισε με την μελωδία σε αφύσικο επίπεδο. Ήταν σαν το ίδιο το σπίτι να έβγαζε την μελωδία. Μόλις τελείωσα το κομμάτι και σταμάτησα να παίζω, η μελωδία ξανά άρχισε από μόνη της. Σηκώθηκα από το πιάνο και κοίταξα ολόγυρά μου. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω για να κόψω τα δεσμά. Κατευθύνθηκα προς τα παράθυρα του σπιτιού, με ένα δυνατό χτύπημα κατάφερα να σπάσω το τζάμι. Πήρα ένα από τα θραύσματα στο χέρι μου και κατευθύνθηκα και πάλι κοντά στο πιάνο. Πλησίασα το κομμάτι γυαλιού που κρατούσα κοντά στον καρπό μου. Κοίταξα για άλλη μια φορά ολόγυρά μου. Ώρα να φύγω, ώρα να ελευθερωθώ, σκέφτηκα. Καθώς το γυαλί έσκιζε το δέρμα μου σιγοτραγουδούσα και πάλι εκείνη την μελωδία με την συνοδεία του πιάνου. Κηλίδες από το αίμα μου, άρχισαν να στάζουν που σιγά σιγά έγιναν ρυάκια. Ξάπλωσα στο πάτωμα, με τα δάκρυα να βρέχουν το πρόσωπό μου και το αίμα μου να σχηματίζει μία λίμνη γύρω μου. Τα τελευταία λεπτά μου, κοιτούσα το σπίτι. Το σπίτι μου. Ήταν όμορφο στ' αλήθεια. Η ζωή έφευγε από το σώμα μου και το καταλάβαινα, αλλά δεν με ένοιαζε. Ελευθερονόμουν... Επιτέλους ελεύθερη....

Μόλις άνοιξα ξανά τα μάτια μου, δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ήξερα μόνο ότι είχα ελευθερωθεί από τα δεσμά μου... Φορούσα ένα απλό, μα όμορφο λευκό φόρεμα. Είχε έρθει η ώρα να μάθω... Θα μάθαινα τι στ' αλήθεια υπήρχε, είχα περάσει την δοκιμασία...

Ένα σκοτεινό διήγημα : Απελευθέρωση Where stories live. Discover now