"Καρδιά κρυφή
Όσο και αν θέλει
Πώς να ξεχάσει
Ό,τι δεν ξεχνάς"Η Βασιλική σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα που ήταν κρεμασμένη στο χερούλι του φούρνου. Ήταν ήδη στεγνά, μα τα λίγα δευτερόλεπτα που κέρδιζε με αυτή την κίνηση πριν αναγκαστεί να βγει έξω ήταν ανάσα για εκείνη.
Ο Στεφανής είχε επιστρέψει από τα χωράφια για το μεσημεριανό φαγητό και πάντα με το γύρισμα του κλειδιού του στην πόρτα η ατμόσφαιρα στο σπίτι γινόταν αποπνικτική.
Δεν είναι πως της άρεσε να λείπει συνεχώς. Φανταζόταν άλλωστε τι έκανε τις πιο πολλές ώρες που περνούσε εκτός σπιτιού. Όμως ακόμα και τώρα, μετά από έξι χρόνια γάμου, δεν μπορούσε να πετάξει την πανοπλία της και να νιώσει ασφαλής όταν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο οι δυο τους. Όσο κι αν τον είχε συνηθίσει, τα ξεσπάσματα του την τρόμαζαν το ίδιο όπως όταν πρωτομπήκε νύφη σπίτι του.
«Τι είναι αυτό;» Ρώτησε ο Στεφανής κοιτώντας το φαγητό με μια έκφραση αποδοκιμασίας. Δεν είχε κάνει τον κόπο να χαιρετήσει μπαίνοντας, μα δεν την ξάφνιασε.
«Φασολάκια.»
Το ήξερε ότι δε θα του άρεσε ένα λαδερό φαγητό χωρίς κρέας αλλά προσπαθούσε να ισορροπεί τα γεύματα της εβδομάδας, κυρίως για το παιδί.
«Φασολάκια...Όλη τη μέρα δουλεύω σαν το σκυλί για να έρχομαι σπίτι και να βλέπω φασολάκια.» Πέταξε το μπουφάν του με ορμή στον καναπέ -ξέροντας πως η Βασιλική θα τρέξει από πίσω του να το μαζέψει- και κάθησε στο τραπέζι. «Φέρε ένα σερβίτσιο ακόμα. Έρχεται και ο Μαθιός όπου να 'ναι.»
Η Βασιλική πάγωσε. Ο Μαθιός. «Γιατί;»
«Τι θα πει γιατί; Πρέπει να μου φέρει κάτι και του είπα να κάτσει για φαγητό.»
«Πάλι δανεικά;»
Ήξερε την απάντηση.
Αν δεν ήταν στην καρδιά της σίγουρη για το αντίθετο, βλέποντας το πόσα χρήματα ζητούσε ο Στεφανής από τον Μαθιό διαρκώς, θα ορκιζόταν ότι ήξερε για το παρελθόν τους και τον εκβίαζε συναισθηματικά. Δεν ήταν μπροστά σε καμία από τις συζητήσεις τους για λεφτά, δεν ήταν η θέση της άλλωστε -όπως συχνά της υπενθύμιζε ο Στεφανής- μπορούσε όμως να φανταστεί τι του έλεγε. Δεν θα του έλεγε ότι θέλει λεφτά για τζόγο, για τις βραδινές εξόδους του στο Ρέθυμνο, για ποτά. Πάντα το ρεύμα, το νερό, το παιδί, τρόφιμα...
Και ο Μαθιός τα έδινε. Ποτέ δεν έλεγε κουβέντα. Όσα κι αν ήταν. Τον ρώτησε μια φορά, τον Μαθιό, πόσα του είχε ζητήσει ο Στεφανής πάλι. Ντρεπόταν. «Λίγα μόνο, Βασιλική και δανεικά. Μη σκας για αυτά.» Αλλά τον ήξερε, ήξερε πάντα όταν της έλεγε ψέματα.
YOU ARE READING
Καρδιά Κρυφή
FanfictionΌταν ο Στεφανής γυρνά το μεσημέρι σπίτι φέρνοντας μαζί του για φαγητό τον Μαθιό, η Βασιλική μαθαίνει κάτι που την ταράζει. Ο τελευταίος θα κάνει τα πάντα να την καθησυχάσει και οι δυο τους θα παλέψουν με δαίμονες του παρελθόντος που τους στοιχειώνου...