"Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή, να μοιραζόμαστε τούτη την κόλαση μαζί."
Φυσιολογικά, αυτή ήταν η στιγμή που θα σηκωνόταν να φύγει και εκείνος. Προσπαθούσε να μην μένει μόνος στο σπίτι με τη Βασιλική. Ήταν επίπονο και για τους δυο, και δεν ήθελε ποτέ να την προσβάλει ή να τη φέρει σε δύσκολη θέση.
Μπορεί ο κόσμος να μην παρεξηγούσε τις επισκέψεις του, είχε ακούσει άλλωστε ακόμα και να αναφέρονται στην Βασιλική ως -πόσο κακόηχο, συντριπτικό και λάθος- την «ξαδέλφη του» όμως οι δυο τους ήξεραν. Πόσο θα άντεχε να είναι στο ίδιο δωμάτιο, να βλέπει τα χείλη της χωρίς να τα φιλάει, τα μάγουλα της χωρίς να τα κλείνει μέσα στα δυο του χέρια. Όλος ο κόσμος κάποτε ήταν στις παλάμες του.
Ναι, απέφευγε τις κατιδίαν συναντήσεις τους, μα τώρα ήταν αλλιώς. Έπρεπε να τη δει, έπρεπε να της μιλήσει. Να της εξηγήσει. Είχε φύγει από το δωμάτιο κλαίγοντας και την ήξερε πολύ καλά για να μπορεί να καταλάβει ότι αυτή τη φορά δεν ήταν η συμπεριφορά του Στεφανή που την πλήγωσε. Τα βήματα του τον οδήγησαν μόνα τους στην κουζίνα. Ήταν κουλουριασμένη στην καρέκλα, σα να ήθελε να γίνει σχεδόν αόρατη, να εξαφανιστεί. Τα μάτια της, κόκκινα και πρησμένα, τον στοίχειωναν.
Χρειάστηκε πολλή δύναμη για να μην τη σφίξει στην αγκαλιά του. Ίσως θα έπρεπε. Ίσως έπρεπε να την κρατήσει σφιχτά, να νιώσει την καρδιά της να αντηχεί στο στήθος του, να θυμηθεί για λίγο πως είναι κι αυτός ζωντανός, στους τέσσερις τοίχους εκείνης της μικρής κουζίνας.
«Βασιλική.» Πρόφερε το όνομα της σιγανά, σχεδόν σαν προσευχή, μα εκείνη ταράχτηκε στο άκουσμα της φωνής του. Δεν τον περίμενε. Αν άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω από τον Στεφανή, θα ήταν σίγουρη πως είχε φύγει και αυτός μαζί. Το χέρι του που έκανε μια ενστικτώδη κίνηση να αγγίξει το δικό της πάνω στο τραπέζι έμεινε μετέωρο. Δεν ήξερε αν ήθελε, αν μπορούσε. «Άκουσε με, μόνο αυτό.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το αιώνιο καθήκον του να την καθησυχάσει για όλα εκείνα που ήταν στο χέρι του και για αυτά που δεν ήταν τον συνεπήρε. «Δεν θα παντρευτώ. Δεν θα παντρευόμουν ποτέ. Εκτός από όταν…Εκτός από τότε.»
Η Βασιλική σήκωσε το βλέμμα της για πρώτη φορά να τον συναντήσει.
Εκτός από τότε. Τότε που σχεδόν έφυγαν μαζί, λίγο πριν το γάμο της. Τότε που άλλαξε το νυφικό της για ένα απλό κίτρινο φόρεμα, βγήκε από την πίσω πόρτα του σπιτιού, πήρε το χέρι του και έτρεξαν μαζί ως το αμάξι. Τότε που εκείνος την ρώτησε αν είχε πάρει μαζί την ταυτότητα της για να παντρεύονταν αμέσως μόλις έφταναν στην Αθήνα. Τότε που δείλιασε και τον παρακάλεσε να τη γυρίσει πίσω. Αν μ’αγαπάς, γύρνα πίσω. Το ήξερε ότι αν κάτι θα τον λύγιζε ήταν αυτό. Το θυμόταν. Όλα τα θυμόταν, σα να ήταν χθες.
YOU ARE READING
Καρδιά Κρυφή
FanfictionΌταν ο Στεφανής γυρνά το μεσημέρι σπίτι φέρνοντας μαζί του για φαγητό τον Μαθιό, η Βασιλική μαθαίνει κάτι που την ταράζει. Ο τελευταίος θα κάνει τα πάντα να την καθησυχάσει και οι δυο τους θα παλέψουν με δαίμονες του παρελθόντος που τους στοιχειώνου...