"Μικρός ήμουν, αλλά τους θυμάμαι καλά. Μένανε κοντά στο μαγαζί του
πατέρα μου, κάτω από τον χωματόδρομο που διέσχιζε κατά μήκος το χωριό, τον οποίον είχαν διανοίξει οι Ιταλοί. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, μπορεί και μικρότεροι, τότε οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από σήμερα. Αυτός, ήταν ψηλόλιγνος, με αραιά μαλλιά αλλά πυκνή γενειάδα, κοκκινοτρίχης, με κάτι μικρά ματάκια, που τώρα πια μπορώ με σιγουριά να πω, ότι μέσα τους είχε κρύψει όλη την άδικη οργή του κόσμου. Η γυναίκα του, αρκετά πιο κοντή απ' αυτόν, μελαχρινή, όμορφη πρέπει να ήταν στα νιάτα της, ντελικάτη γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν. Αυτή σπάνια έβγαινε από την αυλή της, πού να πάει; Κανένας δεν την έβαζε στο δικό του σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στο χωριό μας. Ίσως να νόμισαν ότι εδώ ψηλά, όπου κατοικούσαμε εμείς, σε ένα νησί μακριά από κάθε άλλη στεριά, θα μπορούσαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με ειρήνη. Η μάνα μου, έλεγε ότι τους θυμόταν από τα χρόνια, που τον τόπο τον είχαν ακόμη οι Τούρκοι.
Όλοι μας φοβέριζαν, να μην πηγαίνουμε κοντά τους, να μην τους μιλάμε. "Είναι Οβραίοι αυτοί, να τους προσέχετε!". Δεν ξέρω τι φοβόταν ο κόσμος τότε. Μήπως μας αλλάξουν την πίστη; Ή μήπως κολλήσουμε κάποιες από τις παράξενες συνήθειες που είχαν, όπως να κλείνονται στο σπίτι τους όλο το Σάββατο και να μην κάνουν τίποτε; Δεν ξέρω! Ήσυχοι άνθρωποι ήταν! Όταν εκείνος ερχόταν για να ψωνίσει, Λέβι τον φώναζαν, εγώ μαζευόμουν σε μια άκρη, δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια και τον παρατηρούσα με την άκρη των ματιών μου. Έπαιρνε λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να περάσουν την εβδομάδα τους. Λίγο αλεύρι, λίγη φακή, λάδι, σαπούνι, τα πιο αναγκαία για να ζήσει κάποιος. Άνοιγε το πορτοφόλι του και μετρούσε με φανερή αγωνία ένα ένα τα κέρματα στο χέρι του πατέρα μου, μέχρι να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό.
Τον φώναζαν καμιά φορά, για να κάνει κάποιο μεροκάματο όταν κτιζόταν κάποιο σπίτι στο χωριό. Λέγαν ότι ήταν καλός στη δουλειά, ότι του έλεγαν το έκανε, δυνατός άντρας παρά το παρουσιαστικό του. Μα μέχρις εκεί! Ούτε στα πανηγύρια μας τολμούσε να έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ούτε στις χαρές του χωριού ήταν καλεσμένοι, ούτε νοιαζόταν κανένας γι' αυτούς. Όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους. Οι δυο πλευρές της έκλειναν με τα δύο ξέχωρα δωμάτια του σπιτιού. Την κουζίνα που γινόταν όλη η λάτρα του νοικοκυριού και το "καλό σπίτι", όπου κοιμόντουσαν σε κείνα τα παραγεμισμένα με μαλλί στρώματα, που τα μάζευαν την ημέρα τυλίγοντας τα σαν φλογέρα και το άλλο βράδυ πάλι τα άπλωναν για να κοιμηθούν. Η τρίτη πλευρά κάλυπτε ο τοίχος του διπλανού σπιτιού. Προς το σοκάκι, που έβλεπε στις ελιές της Βαρβαρούλας, ένα ξύλινο κάγκελο με την εξώπορτα στην μέση, οριοθετούσε τον μικρό τους παράδεισο. Η Χάννα, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του Λέβι, έβγαινε για να απλώσει την μπουγάδα της, για να ποτίσει την αλιτάνα, την οποία είχε γεμίσει με γαριφαλιές, να κόψει κανένα λεμόνι από την πάντα γεμάτη λεμονιά τους. Εκεί, κάτω από το φύλλωμα της, κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν με τις ώρες. Τι μπορούσε να λέει ένα ζευγάρι στην ηλικία τους για τόση ώρα, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε σήκωναν ποτέ τη φωνή τους, ούτε φαινόταν ότι τσακώνονταν ποτέ, μόνο συζητούσαν, ήρεμα και χαμηλόφωνα.
YOU ARE READING
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ!
Short StoryΔιήγημα, εμπνευσμένο από τα χρόνια της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα.