Με Πλήγωσες

16 0 2
                                    

Στο μυαλό μου επικρατεί πανικός. Βλέπω διαρκώς στις σκέψεις μου το πρόσωπο του. Και προσπαθώ, διακαώς, και ακατάπαυστα να τον ξεχάσω...
Όμως είναι παντού.
Τον βλέπω όταν περπατάω στους διαδρόμους και εκείνος ξαφνικά ξεπροβάλλει από κάποια στροφή, με τα μακριά, ξανθά του μαλλιά, και τα σκούρα του μάτια. Τα θυμάμαι να με καρφώνουν, να με κοιτούν βαθιά ενώ μου ομολογούσε πως δεν είχε πει στους δημοσιογράφους την αλήθεια... Ενώ μου ζητούσε να γίνω το μυστικό του... Με κοιτούσε με αυτά τα σκούρα, καφετιά μάτια όσο με πλήγωνε.
Τον βλέπω συχνά στα αποδυτήρια, όσο σκληρά κι αν προσπαθώ να τον αποφύγω. Όμως ξέρω πως είναι εκεί, με το ανοιχτό, λευκό του δέρμα γυμνό, εκτεθειμένο όσο περιμένει τη σειρά του ώστε να μπει στο ντούζ. Και νιώθω επάνω μου την επίμονη ματιά του καθώς βγαίνω από το ντούζ, κι αποχωρώ από τα αποδυτήρια. Είναι πάντα εκεί, και με βλέπει...
Δεν θέλω να με βλέπει.
Τον συναντώ συνέχεια στα μαθήματα, καθώς καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, και είναι αμήχανο που δεν τολμώ να ανταλλάξουμε ούτε ένα βλέμμα.
Και συχνά νιώθω τύψεις που δεν μιλάμε, που δε βλεπόμαστε πια. Όμως από την άλλη...
Απλά δεν θέλω.
Απλά δεν θέλω να τον βλέπω, δεν θέλω να μιλάμε, δεν θέλω να με κοιτάζει, να με καρφώνει. Δεν θέλω το σκοτεινό του βλέμμα να αναζητά το θλιμμένο δικό μου. Το θυμωμένο δικό μου.
Ακόμη δεν έχω καταφέρει να πιστέψω πως συνέβη ότι συνέβη... Πως με άφησε... Πως μπόρεσε να με αφήσει, κι ύστερα απαίτησε να γίνω το μυστικό του. Ένα μυστικό... Ώστε λοιπόν, τόσο περήφανος ήταν για εμένα.
Στο μυαλό μου αναδεύονται ξανά και ξανά όλες μας οι στιγμές, όλες οι φορές που είμασταν μαζί. Όλες οι φορές που μου κρατούσε το χέρι. Που με αγκάλιαζε. Που με φιλούσε... Που...
Αχ...
Όλα αυτά είχαν πια τελειώσει.
Θυμάμαι τις προάλλες, που έτυχε να υδωθούμε στα αποδυτήρια.
"Εσένα πάντως δεν σε αγαπώ..."
Θυμάμαι τη χθεσινή μας συνάντηση στους στάβλους.
"Τι θέλεις εσύ εδώ;"
Θυμάμαι το Βίλε να μου λέει πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μεταξύ μας.
"Είναι καλύτερα έτσι."
Τα θυμάμαι όλα. Τα βλέμματα που έχουμε ανταλλάξει, όσο κι αν είχα προσπαθήσει να το αποφύγω, τα λόγια. Τους τσακωμούς. Όλες εκείνες τις φορές που τον κοίταζα με απέχθεια και μίσος και θυμό, και ήθελα να ορμήσω επάνω του, να τον πιάσω από το γιακά να τον ταρακουνήσω, να τον ρωτήσω ΓΙΑΤΊ?!
Γιατί, Βίλχελμ. Γιατί με άφησες;
Γιατί;
Κι όμως, όλες εκείνες τις φορές κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Κατάφερνα να στρέψω το βλέμμα αλλού στο διάδρομο και να παραστήσω πως δεν τον έβλεπα να με κοιτάζει στα αποδυτήρια. Άλλαζα διαδρομή στους δρόμους του σχολείου και προσπαθούσα να αλλάξω θέση και στο μάθημα, όμως δεν τα κατάφερνα. Μιλούσα ήρεμα κάθε φορά πού εκείνος προκαλούσε κάποια συζήτηση ανάμεσά μας, που στόχευε στο χωρισμό μας και πάντα, πάντα μα ΠΆΝΤΑ κατηγορούσε εμένα. ΕΜΈΝΑ. Επειδή δεν ήθελα να γίνω το μυστικό του... Λες λες και η ευθύνη δεν ήταν αποκλειστικά δική του, λες και εκείνος εξαρχής δεν έπρεπε να τολμήσει ΠΟΤΈ να μου ζητήσει κάτι τέτοιο. Και όμως είχε το θράσος.
Και ποτέ, ποτέ, ΠΟΤΈ δεν μου ζήτησε συγνώμη. Ούτε μια φορά.
Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το εμείς, και το μαζί, και το ότι του έλειπα, και το ότι δεν δέχτηκα τις προϋποθέσεις του, δεν δέχτηκα να συμβιβαστώ. Δεν δέχτηκα να κρυφτώ απλά και μόνο για να με έχει, απλά και μόνο για να επιβιώσει η σχέση μας στο σκοτάδι, στα κρυφά. Ένα μυστικό.
Δεν αναρωτήθηκε ποτέ όμως... τι ήθελα εγώ.
Κι εγώ, ήθελα μια σχέση ανοιχτή, ήθελα μία σχέση κανονική. Ήθελα να είναι περήφανος για μένα όπως ήμουνα εγώ για εκείνον. Ήθελα να περπατάμε στους δρόμους του σχολείου με περηφάνια, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Να με φιλάει χωρίς δισταγμό πριν πάμε για μάθημα. Με αγκάλιαζε στο διάλειμμα χωρίς να φοβάται τα βλέμματα. Χωρίς να φοβάται τι θα πει ο κόσμος.
Τι θα πει ο κόσμος...
Πάντοτε αυτό φοβόταν. Αυτό, και τη μητέρα του. Εκείνη και το Βασίλειο. Τι θα πει το βασίλειο, τι θα πει ο λαός. Τι θα πει ο κόσμος.
Άραγε σκέφτηκε ποτέ τι ήθελα εγώ; Τι ένιωθα εγώ; Τι πίστευα εγώ; Τι θα έλεγα εγώ;
Και έτσι, κάθε φορά που τον βλέπω απλά προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου, να μην ορμήσω επάνω του, να μην τον χτυπήσω με όλη μου τη δύναμη, να μην του φωνάξω: Γιατί;! Τι στο καλό σκεφτόσουν; Τι θέλεις τέλος πάντων, πες μου τι πραγματικά θέλεις!
Κάθε φορά, τον αφήνω να φύγει άθικτος. Όμως θα ήταν ψέμα αν δεν παραδεχόμουν πως ορισμένες φορές... όταν τον βλέπω... θέλω απλά να τρέξω καταπάνω του, να χωθώ στην αγκαλιά του και να κλάψω, να κλάψω. Με όλη μου την καρδιά, και με όλη μου την ψυχή. Και να βγάλω από μέσα μου τα πάντα. Και μέσα στα κλάματα μου να φωνάξω: Γιατί, Βίλχελμ, γιατί;! ΓΙΑΤΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΠΆΡΕΙ, ΓΙΑΤΊ;!
Και να συνεχίσω να το κρατάω αγκαλιά, και να συνεχίσω να κλαίω. Γιατί τον ήθελα, γιατί τον θέλω, γιατί τον αγαπάω, τον αγαπάω πού να πάρει. Τον αγαπάω!
Ξαφνικά νιώθω κάτι υγρό να κυλά στα μάτια μου. Σηκώνοντας τα δάχτυλά μου, αγγίζω τα ζυγωματικά μου και συνειδητοποιώ πως έχω δακρύσει. Έχω δακρύσει... και κλαίω.
Μία φωνή, απαλή, γλυκιά, ήσυχη και τρυφερή με βγάζει απότομα από τις σκέψεις μου.
<< Όλα καλά, αγάπη; >>
Γυρίζω το κεφάλι προς τα πάνω για να αντικρίσω τον Μάρκους, ο οποίος έχει σκύψει προς το μέρος μου το κεφάλι του, και με κοιτάς με βλέμμα μπερδεμένο.
<< Δεν σου αρέσει η ταινία; >> με ρωτάει ανήσυχα. << Θέλεις μήπως να την αλλάξω; >>
Και τότε, ξαφνικά, επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Βρίσκομαι στο σπίτι του Μάρκους, στο σαλόνι του. Είμαστε ξαπλωμένοι στον καναπέ του, εκείνος πίσω μου με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τη μέση μου, ενώ εγώ, ξαπλωμένος επάνω στο φαρδύ, γυμνασμένο σώμα του, ακουμπάω το κεφάλι μου στο στήθος του. Στρέφω το κεφάλι προς την τηλεόραση και βλέπω την ταινία που παίζει. Θρίλερ. Γυρίζω ξανά μπροστά μου, προς το μέρος του, και τον κοιτάζω.
<< Όχι, όχι. Όλα καλά. >> λέω βιαστικά. << Απλώς... αφαιρέθηκα. >> εξηγώ.
<< Σίγουρα; >> επιμένει εκείνος, και βλέπω στα μάτια του πως είναι ελαφρώς προβληματισμένος.
<< Ναι, ναι. >> απαντάω.
Και με αυτά τα λόγια γυρνάω προς την οθόνη, γυρνάει και εκείνος, και η ταινία συνεχίζει να παίζει. Παρακολουθώ σιωπηλά, ξαπλωμένος στην αγκαλιά του. Που και που κάνουμε κανένα σχόλιο...
Και επιτέλους, εκεί, μέσα στην αγκαλιά του, κατορθώνω να ξεχάσω έστω και για λίγο το Βίλχελμ.

Hello my blue bloods!

Ο Σιμόν έχει μπει και επισήμως σε μια νέα σχέση... Προχωρά παρακάτω, και πασχίζει να ξεχάσει το Βίλχελμ...
But... How could he?
Σκέψεις, αναμνήσεις, στιγμές, όλα στο μυαλό του ένα χάος, ένα κουβάρι. Ο πρώτος του έρωτας, η πρώτη του αγάπη. That's what Wilhelm ever was to him. Όμως... Ο Βίλχελμ τον πλήγωσε... Και τώρα... Τώρα ξαπλώνει στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Ξαπλώνει στην αγκαλιά του Μάρκους, και προσπαθήσει να τον ξεχάσει...
But again... How could he?
Περιμένω να ακούσω γνώμες και απόψεις! Πιστεύετε πως είναι λογική ή υπερβολική η αντίδραση του Σιμόν να ξεκόψει, να πάει παρακάτω; Θέλω λεπτομέρειες, για πάμε λίγο να αφήνουμε κανένα σχόλιοοο! Για εσάς τα γράφω βρε!
Περιμένω στα σχόλια να μάθω πως σας φάνηκε!
Αν σας άρεσε αυτή η ιστορία ελέγξτε το προφίλ μου για περισσότερες 😉

Goodbye my blue bloods!!!

Young Royals - My Wounded Self ( Season 2 )Where stories live. Discover now