Το κορμί της είχε γίνει ένα με το δικό του, σε μια ερωτική μάχη, με κανέναν νικητή. Τα φιλιά τους βαθαιναν σε μια προσπάθεια να κερδίσουν το χρόνο που είχαν χάσει τα σώματά τους μακριά το ένα από το άλλο τόσο καιρό. Ο πόνος έγινε πάθος και τους τύλιξε.
Τα χείλη του πίεζαν τα δικά της σε κάθε απεγνωσμένο φιλί. Το στόμα του ταξίδευε στο δικό της και, απελπισμένο να τη νιώσει, κατέβαινε στο λαιμό της, στέλνοντας κύματα ριγης σε όλο της το κορμί. Καιγόταν από το πάθος της για κείνον. Τον ήθελε, θεέ μου, πόσο τον ήθελε! Πόσο της είχε λείψει! Το σώμα της είχε ανατριχιάσει από την έξαψη της επαφης τους.
Κάθε ανάσα της ήταν το οξυγόνο του, αυτό το οξυγόνο που του έλειπε όλες αυτές τις μέρες μακριά της. Βύθισε τη γλώσσα του στον παράδεισο του φιλιού της. Την ήθελε δική του, το σώμα του ένα με το δικό της.
Απομάκρυνε για λίγο το πρόσωπο του από το δικό της διακόπτοντας το φιλί τους, για να κοιτάξει για μία μόνο στιγμή αυτά τα μάτια, που στο βυθό τους είχε προσφέρει θυσία την ίδια τη ζωή του, για να μην τα ξαναδεί ποτέ δακρυσμένα. Τώρα διαπίστωνε ότι αν αυτό δεν το κατάφερε, τουλάχιστον ποτέ ξανά δεν θα έτρεμε στη σκέψη μήπως τη χάσει, μήπως κακοποιηθεί πάλι, μήπως κάποιος σηκώσει ξανά χέρι πάνω της. Θα ήταν ασφαλής ο,τι κι αν συνέβαινε. Και αυτό άξιζε όλες τις θυσίες του κόσμου ολάκερου. Όλα για κείνη, από πάντα και για πάντα!
Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα του τα μάτια της που ήταν δακρυσμένα. Δεν άντεχε να τη βλέπει να πονάει. Ζήτησε απεγνωσμένα πάλι τα χείλη της και εκείνη του τα πρόσφερε χωρίς αντιστάσεις πλέον. Την ένιωσε να αφήνεται, να λυγίζει. Την κράτησε από τη μέση και την πίεσε στην αγκαλιά του. Την έσφιξε τόσο δυνατά όσο ποτέ άλλοτε.
Ένιωθε τη μάχη που μαινόταν μέσα της και πονούσε κι εκείνος μαζί της. Κάθε άγγιγμα της και μια νίκη, κάθε φιλί της και μια απόδειξη της αγάπης της για εκείνον, που ο,τι κι αν έλεγε, ποτέ δεν έσβησε. Τώρα, πια, το ήξερε. Ούτε η πράξη του αυτή ήταν ικανή να αναχαιτίσει την αγάπη τους, ασχέτως της κατάληξης της σχέσης τους. Ποτέ δεν θα έσβηνε και αυτό του ήταν αρκετό. Θα ήταν το φυλαχτό του στις δύσκολες στιγμές που εμελλαν να έρθουν. Γιατί ήξερε πως τέτοιο μυστικό δεν θα μπορούσε να μείνει κρυφό για πολύ ακόμα...
Την σήκωσε αγκαλιά και εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του, γατζωνοντας τα δάχτυλα της στις ωμοπλάτες του. Πόσες άμυνες είχε υψώσει τόσες μέρες για να μείνει μακριά του; Τις έβλεπε να καταρρέουν όλες, μία προς μία και να μένει στο τέλος μόνο η ψυχή της με όλη την αγάπη της για εκείνον. Ποτέ δεν είχε τρομάξει με τα συναισθήματα του απέναντι της, αλλά σήμερα κατάλαβε την οδυνηρή αλήθεια. Δεν υπήρχε ζωή για τον έναν χωρίς τον άλλον. Ήταν το μόνο που δεν σκέφτηκε, όταν έκανε ο,τι έκανε. Πώς θα ζούσε η Βασιλική χωρίς εκείνον, αν καλούνταν να πληρώσει για την πράξη του; Πώς θα μπορούσε να την αφήσει; Τόσα χρόνια, ειδικά ως γυναίκα του Στεφανή, ήταν σίγουρος πως η Βασιλική είχε μάθει να ζεί χωρίς εκείνον, σε πλήρη αντίθεση με τον ίδιο, που μακριά της βυθιζόταν στην πιο σκοτεινή άβυσσο. Τώρα καταλάβαινε πόσο λάθος είχε κάνει. Η γυναίκα που αυτή τη στιγμή του πρόσφερε την ψυχή και το κορμί της, ενώ γνώριζε πως ήταν ένας φονιάς, δεν θα ήταν καλά μακριά του, θα μαραζώνε και θα κατέληγε στην ίδια κατάσταση με πριν, με τη μόνη διαφορά ότι δεν θα κινδύνευε από έναν βίαιο και κτηνώδη σύζυγό, αλλά από τις τύψεις και τις ενοχές της. Για πρώτη φορά ο Μαθιός συνειδητοποιούσε πως ενδεχομένως να υπήρχε και κάτι πιο επικίνδυνο για τη Βασιλική απ'ο,τι ο Στεφανής. Ο ίδιος ο εαυτός της. Και κανείς δεν θα μπορούσε να την προστατεύσει από αυτόν.
Έκρυψε το προσώπου του στο στήθος της για να κρύψει τα δάκρυα που είχαν πλημμυρίσει τα μάγουλα του. Την ένιωσε να αναδεύεται. Σκόρπισε στο λαιμό και το στερνό της δεκάδες φιλιά, βγάζοντας της ταυτόχρονα το φόρεμα και αποκαλύπτοντας το γυμνό κορμί της. Το γέμισε τρυφερά φιλιά, αφαιρώντας την ίδια στιγμή το πουκάμισο του. Ένιωσε την αγκαλιά της και τα δάχτυλα της στην πλάτη του και σκιρτησε από πόθο. Την τράβηξε απότομα κοντά του και με αργές κινήσεις βυθίστηκε μέσα της σε μια ένωση μοναδική, όπως κάθε φορά που την έκανε δική του. Ένιωσε ξανά όπως παλιά, πριν την τραγική αποκάλυψη. Τότε που μπορούσε να της δείχνει την λατρεία του σε κάθε ευκαιρία. Ήταν η πρώτη φορά που τον άφηνε να την αγγίξει, μετά από πολύ καιρό. Η επαφή αυτή του έδωσε πίσω μερικές από τις ανάσες που έχασε μακριά της. Φοβόταν, όμως. Τι θα γινόταν άραγε το πρωί;
Θα ήταν αυτή η νύχτα η αρχή μιας νέας ζωής;