Η Ελισάβετ μπαίνει χαρούμενη στην τραπεζαρία κουβαλώντας διάφορα σκεύη από το καλό σερβίτσιο. Ο Στέφανος την παρακολουθεί καπνίζοντας με ενδιαφέρον από το σαλόνι, ένα επίπεδο κάτω. Η Ελισάβετ μπαινοβγαίνει συνέχεια στην κουζίνα. Συνεχίζει να κουβαλάει και να τακτοποιεί. Σε κάποιες γωνίες του σπιτιού αναβοσβήνουν κάποια χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Ελισάβετ: είμαι πολύ χαρούμενη που θα φάμε με φίλους απόψε. Περάσανε σχεδόν δύο χρόνια που κάναμε κάτι τέτοιο ξανά.
Στέφανος: τα Χριστούγεννα είναι για να τα περνάς με ανθρώπους που αγαπάς.
Ελισάβετ: ο Μάριος με τη Ερμιόνη είναι πολύ αξιόλογοι άνθρωποι. Άλλωστε τους γνωρίζουμε τόσα χρόνια. Τα παιδιά μας σχεδόν μεγαλώσανε μαζί.
Στέφανος: και πολύ καλός επιστήμονας επίσης, ο Μάριος.
Ελισάβετ: από τους καλύτερους γιατρούς στην πόλη. Βέβαια και η Ερμιόνη είναι καλή δικηγόρος.
Στέφανος: τουλάχιστον δουλεύει πολύ.
Ελισάβετ: που σημαίνει τι ακριβώς;
Στέφανος: πάρε το όπως θες.
Ελισάβετ: δεν την παραδέχεσαι ως νομικό;
Στέφανος: Πάντως, μεταξύ μας, δε θα την επέλεγα για καμιά από τις υποθέσεις μου.
Ελισάβετ: αφού είναι γνωστό ότι έχεις δικό σου δικηγόρο.
Στέφανος: δεν πρόκειται να το συζητήσω άλλο γιατί είναι φίλη μας. Κάποια άλλη στιγμή όμως μπορώ να το εξηγήσω.
Ο Στέφανος σηκώνεται από τον καναπέ. Πάει ως το μπαρ, στο ίδιο επίπεδο με το σαλόνι. Ετοιμάζει ένα ποτό για να πιει.
Ελισάβετ (τον παρακολουθεί) : τι πίνεις;
Στέφανος: ένα ουισκακι. Θέλεις να ετοιμάσω και για σένα κάτι να πιούμε παρέα;
Ελισάβετ: φτιάξε κάτι ελαφρύ, θέλω να είμαι νηφάλια. Ξέρεις πολύ καλά ότι όταν πίνω γίνομαι δυσάρεστη.
Στέφανος (με σαρκαστική διάθεση): η αλήθεια είναι πως ναι. Έλα κάθισε.
Ελισάβετ (κάθεται στο σκαμπό) : πω πω πόσο καιρό έχουμε να το κάνουμε αυτό;
Στέφανος: μάλλον πολύ. Ετοιμάζει μια μαργαρίτα.
Ελισάβετ (πίνει μερικές γουλιές χωρίς να πει κουβέντα) : νομίζω πως το είχα ανάγκη. Ωραία η μαργαρίτα σου.
Στέφανος: κάτι ήξερα λοιπόν που σου το πρότεινα.
Η τηλεόραση παίζει εικόνες με καταστροφές που γίνονται σε μια μεγάλη πόλη.
Στέφανος: κι άλλη τρομοκρατική επίθεση.
Ελισάβετ: κλείσε σε παρακαλώ την τηλεόραση. Δεν μπορώ να βλέπω άλλο καταστροφές και θανάτους. Όλο αυτό μου προκαλεί τεράστια θλίψη και ειδικά όταν, ότι μπορεί να εμπλέκεται ο... .
Στέφανος: έλα σταματά να σκέφτεσαι τα πιο ακραία σενάρια.
Ελισάβετ: κι όμως δεν είναι καθόλου ακραίο το σενάριο μου. (Σηκώνεται από το μπαρ και πηγαίνει προς το καθρέφτη και φτιάχνει λίγο τα μαλλιά της) όπου να ναι φτάνουν οι καλεσμένοι μας. Ίσιωσε λίγο τη γραβάτα σου σε παρακαλώ.
Στέφανος (με θεατρινιστικο ύφος κάπως ταιριάζει τη γραβάτα του) . Εντάξει είμαι τώρα;
Ελισάβετ: κούκλος.
Η Ελισάβετ πηγαίνει στην τραπεζαρία και τακτοποιεί τα μαχαιροπίρουνα. Ακούγεται το κουδούνι της εξώπορτας.
Ελισάβετ (ενθουσιασμένη) : αυτοί είναι! (Τρέχει να ανοίξει)
Στην πόρτα εμφανίζονται ο Μάριος και η Ερμιόνη κρατώντας ένα κουτί από ζαχαροπλαστείο.
Ελισάβετ: επιτέλους παιδιά καλώς ήρθατε.
Ερμιόνη: καλώς σας βρήκαμε. Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα.( Φιλιέται με την Ελισάβετ).
Μάριος: χρόνια πολλά.
Ελισάβετ: περάστε μέσα.
Ερμιόνη: ορίστε κι ένα μικρό δωράκι.
Ελισάβετ: ευχαριστούμε πολύ. Τι είναι;
Ερμιόνη: κάτι ωραία γλυκά από ένα καινούργιο ζαχαροπλαστείο που άνοιξε στη γειτονιά μας. Έχουμε ξανά πάρει από εκεί, είναι φρεσκότατα.
Ελισάβετ: θα τα τιμήσουμε δεόντως. ( Μπαίνουν μέσα στο σπίτι). Αν θέλετε μπορείτε να βγάλετε τα παλτά σας να τα πάρω.
Το ζευγάρι βγάζει τα πανωφόρια.
Ερμιόνη: δεν υπάρχει το κρύο που κάνει έξω. Ψόφος.
Μάριος: μάλλον θα ρίξει πολύ χιόνι. Και σύντομα μάλιστα. Ο Στέφανος που είναι;
Ελισάβετ: κάτω στο μπαρ σε περιμένει.
Ερμιόνη: Στέφανε που κρύβεσαι; Χρόνια πολλά.
Στέφανος: Εδώ είμαι Ερμιόνη μου. Χρόνια πολλά!
Ελισάβετ ( προς την Ερμιόνη) : θέλεις να καθίσουμε στην τραπεζαρία ή στο σαλόνι;
Ερμιόνη: έλα ας καθίσουμε στην τραπεζαρία. Να αφήσουμε τους άντρες να τα πούνε.
Ελισάβετ: Σωστά! Το φαγητό να ξέρεις θα βγει σε ένα τέταρτο
Ερμιόνη: μια χαρά. Δε βιαζόμαστε καθόλου. Πάντως το σπίτι σου είναι υπέροχο, Ελισάβετ.
Ελισάβετ: προσπαθήσαμε να το φτιάξουμε όπως το είχαμε φανταστεί. Άνετο και μοντέρνο.
Ερμιόνη: είναι όντως πολύ μοντέρνο.
Παράλληλα, ο Μάριος πηγαίνει προς τον Στέφανο.
Μάριος: γειά σου φίλε μου (ψιθυριστά) και μεγάλε εραστή.
Στέφανος: σςςς θα μας ακούσουν.
Μάριος: μην ανησυχείς, αυτές τώρα θα αρχίσουν το κουτσομπολιό. Δεν ακούνε τίποτα.
Στέφανος: χαχαχα τις έχεις ψυχολογήσει.
Μάριος: εσύ μιλάς ρε κουφάλα, που έχεις πάρει μάστερ στις γυναίκες;
Στέφανος: άσε τις μαλακίες και λέγε τι θα πιείς.
Μάριος: ένα παλιό καλό ουίσκι. Έτσι για να σε βάλω από μέσα. (Γέλια).
Στέφανος: είσαι μεγάλο μούτρο τελικά.
Μάριος: για λέγε τώρα που είμαστε οι δύο μας.
Στέφανος: τι θες να μάθεις ρε διάολε;
Μάριος: τελικά τι έγινε με εκείνη τη μικρή την υπάλληλο σου;
Στέφανος: το Κατερινάκι λες;
Μάριος: που να ξέρω πως τη λένε. Εκείνη την ξανθούλα.
Στέφανος: τι θες να μάθεις ακριβώς;
Μάριος: την πήγες όντως στο κτήμα;
Στέφανος: τελικά εσείς οι γιατροί είστε πολύ λιγουρια.
Μάριος: έλα ρε μαλακα λέγε!
Στέφανος: ήθελα να μάθω ποιος σου το είπε.
Μάριος: έχει σημασία;
Στέφανος: ε λοιπόν ναι την πήγα.
Μάριος: έγινε καλή φάση;
Στέφανος: όλα άψογα. Στη θέση τους όλα, δε σου λέω τίποτα.
Μάριος: πω πω τέτοια μου λες και έχω ανάψει.
Στέφανος: σιγά ρε πως κάνεις έτσι;
Μάριος: και η άλλη τι απέγινε;
Στέφανος: κάτι κατάλαβε, μου έκανε κάτι σκηνικά και την έβαλα στη θέση της. Θα έπιανε δήθεν την Ελισάβετ. Της θύμισα ότι έχει κι αυτή άνδρα και παιδιά και ότι αν θέλει να χαλάσει το σπίτι της δικαίωμα της. Κι έτσι το βούλωσε. Άλλωστε το δικό μου το σπίτι έχει γίνει ήδη ρημάδι. Πόσο ακόμα;
Μάριος: Και με τη μικρή τι θα κάνεις;
Στέφανος: τι θα κάνω; Όσο πάει.
Μάριος: μπράβο ρε Στέφανε σε πάω. Είσαι άρχοντας. (Γέλια).
Την ίδια στιγμή στην τραπεζαρία.
Ελισάβετ: πως τα περνάτε γενικότερα;
Ερμιόνη: πως να τα περάσουμε. Πολλή δουλειά. Άπειρες ώρες εγώ στο γραφείο. Άπειρες ώρες και ο Μάριος στο νοσοκομείο. Βλεπόμαστε πλέον πολύ σπάνια.
Ελισάβετ: το κορίτσι; Ακόμα κάτω;
Ερμιόνη (με δισταγμό): ναι στην Κρήτη, συνεχίζει τις σπουδές της.
Ελισάβετ: φέτος δεν τελειώνει;
Ερμιόνη: ε, καλώς εχόντων των πραγμάτων ναι.
Ελισάβετ: τέλεια.
Ερμιόνη: εσείς πως είστε;
Ελισάβετ: πως να είμαστε. Προσπαθούμε πλέον να ξεχνιόμαστε με διάφορους τρόπους. Ο Στέφανος με το μαγαζί, λίγο κτήμα και κυνήγι. Ενώ εγώ γραφείο , μετά κανένα καφέ με συναδέλφους και νοικοκυριό. Τελευταία ξεκίνησα και παραδοσιακούς χορούς. Λίγο να ξεδώσω ,με είχε πάρει, που λες, από κάτω. Άλλωστε όπως μου θυμίζει και ο Στέφανος, και καλά κάνει, δεν έχουμε δα και πένθος. Δεν πέθανε κανείς, κατάλαβες; (με σαρκαστική διάθεση) απλά έχουμε ένα γιο που δεν ξέρουμε που βρίσκεται και τι κάνει. Και πιο συγκεκριμένα αν ζεί ή αν έχει πεθάνει. (Δακρύζει).
Ερμιόνη: πόσο σε νιώθω Ελισσάβετ μου.
Ελισάβετ: τέλος πάντων. Πάω να κλείσω το φούρνο. Γιατί η γαλοπούλα θα γίνει κάρβουνο. Εσύ πάρε θέση, κάθισε όπου θέλεις.
Ερμιόνη: εσύ που θα καθίσεις;
Ελισάβετ: εγώ λέω να καθίσουμε αντικριστά τα ζευγάρια. Να μιλάμε πιο άνετα. (Φωνάζει τους άντρες) αγόρια!!! Σιγά σιγά να μαζεύεστε. Ώρα για τη σπεσιαλιτέ μου.
Στέφανος: άντε πάμε.
Μάριος: λέω να πάρω και το ποτό μαζί μου.
Στέφανος: όπως θέλεις, αλλά να ξέρεις έχω ωραιότατο κρασί.
Μάριος: είναι κρίμα να το πετάξω. Θα πιώ μέχρι να σερβίρει η Ελισάβετ.
Στέφανος: όπως θέλεις.
Φτάνουν στο τραπέζι.
Μάριος: γειά σας γυναίκες.
Ερμιόνη: γειά και σε σας άντρες.
Στέφανος: χαχα μου αρέσει που υπάρχει χαρούμενη διάθεση.
Ερμιόνη: βάλε όμως και λίγη μουσική βρε Στέφανε.
Στέφανος: μα παίζει ήδη.
Ελισάβετ (σηκώνεται) : βρείτε τα εσείς, εγώ πάω μέσα στην κουζίνα να φέρω τη γαλοπούλα.
Ερμιόνη: θέλεις βοήθεια;
Ελισάβετ: όχι καλή μου. Κάθισε εδώ. Τα καταφέρνω μια χαρά μόνη μου.
Ερμιόνη: έτσι σε θέλω δυναμική.
Στέφανος: για πες Ερμιόνη μου τι θα ήθελες να ακούσεις;
Ερμιόνη: εδώ και τόση ώρα ακούμε Φρανκ Σινάτρα. Νομίζω πως το εμπεδώσαμε καλά ότι είναι παραμονή Χριστουγέννων.
Στέφανος (σηκώνεται) : που σημαίνει;
Ερμιόνη: ρε συ βάλε ότι θέλεις, ακόμα και χριστουγεννιάτικα πάλι δεν έχω πρόβλημα, αλλά πιο χορευτικά, πιο χαρμόσυνα. Ή αν θέλεις βάλε ντίσκο, άσε τα χριστουγεννιάτικα. Ε; Τι λες Μάριε;
Μάριος ( απορροφημένος στο ποτό του) : βάλε ότι καταλαβαίνεις, για μένα όλα ίδια είναι.
Στέφανος: θα κάνω το χατίρι στην Ερμιόνη, αν και νομίζω πως για το φαγητό ενδείκνυται χαλαρωτική μουσική και η χορευτική για αργότερα.
Ερμιόνη: Στέφανε σοβαρά τώρα, βάλε ότι καταλαβαίνεις.
Στέφανος: σςςς σταμάτα. Άκου.
Στο χώρο ακούγεται το «i will survive».
Η Ερμιόνη αρχίζει να ψιλοκουνιεται καθιστή. Ο Μάριος την παρακολουθεί πίνοντας αργά το ποτό του.
Στέφανος: πόσο καιρό είχα να ακούσω τέτοια μουσική;
Ερμιόνη: αν σε κάνει να νιώθεις άβολα άλλαξε τη.
Στέφανος: πας καλά; Μια χαρά είμαι. Το διασκεδάζω.
Μπαίνει η Ελισάβετ με μια μεγάλη πιατέλα.
Ελισάβετ: Στέφανε μπορείς να με βοηθήσεις να την ακουμπήσω στο τραπέζι;
Στέφανος: βεβαίως.
Μάριος: φαίνεται πολύ νόστιμη.
Ερμιόνη: καταρχήν όλα είναι υπέροχα. Δοκίμασα λίγη από τη σαλάτα σου. Είναι φανταστική.
Ελισάβετ: ευχαριστώ πολύ Ερμιόνη μου.
Στέφανος: στη γέμιση έβαλα κι εγώ το χεράκι μου. Να τα λέμε αυτά. Για αυτό προσέξτε τι θα πείτε.
Μάριος: άντε σέρβιρε και άσε τα πολλά λόγια.
Ερμιόνη: ο Μάριος είναι πάντα ανυπόμονος με το φαγητό.
Στέφανος: τον ξέρω πολύ καλά μην ανησυχείς. Λοιπόν δώστε τα πιάτα σας. Πρώτη εσύ Ερμιόνη.
Ερμιόνη: να σαι καλά.
Στέφανος: έλα μαγείρισσα φέρε το πιάτο σου.
Ελισάβετ: καλέ δώσε του Μάριου.
Μάριος: Άστον αυτόν στο τέλος. Τον ανυπόμονο. ( Γελάνε όλοι μαζί).
Ο Στέφανος σερβίρει σε όλους.
Ερμιόνη: γειά στα χέρια σου φιλενάδα. Τόσο νόστιμη και ζουμερή γαλοπούλα δεν έχω φάει ποτέ ξανά.
Μάριος: πράγματι. Και το κρασί που επέλεξε ο φίλος μου, κι αυτό πολύ καλό. Όπως και η γέμιση φυσικά. (Γελάει).
Στέφανος (σηκώνει το ποτήρι): ας πιούμε λοιπόν σε ότι αγαπάμε. Και να γυρίσει γρήγορα κοντά μας. (Κοιτάει τη γυναίκα του).
Ελισάβετ (με συγκίνηση) : αμήν.
Ερμιόνη ( πιάνει το χέρι της Ελισάβετ): όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Αρκεί να έχουμε πίστη.
Μάριος: και φυσικά ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Να προσθέσω κι εγώ κάτι. ( Γέλια στο τραπέζι).
Ερμιόνη: για πες Στέφανε τι γίνεται το κτήμα , πας καθόλου;
Στέφανος: φυσικά! Είναι το ησυχαστήριο μου.
Ελισάβετ: σχεδόν κάθε Σάββατο.
Στέφανος: δε γίνεται να μη πάω. Φυτεύω κανένα ζαρζαβατικο. Έχω τα σκυλιά. Τα δέντρα!!!
Ελισάβετ: ευτυχώς που έχουμε και τον κυρ Δημήτρη, που περιποιείται όλα αυτά που είπε ο Στέφανος. Γιατί αν περιμέναμε από αυτόν δε θα υπήρχε τίποτα.
Ερμιόνη: αυτός ο κυρ Δημήτρης δεν ήταν φίλος του πατέρα σου;
Ελισάβετ: ναι κολλητοί μια ζωή. Εννοώ από τότε που αγόρασε ο μπαμπάς το κτήμα. Ήθελε να φύγει βλέπεις από την πόλη και μας πήγε στην εξοχή.
Ερμιόνη: σου στοίχησε αυτή η μετακόμιση τότε; Προσαρμοστηκες εύκολα;
Ελισάβετ: στην αρχή ήταν δύσκολα αλλά μετά άρχισε να μου αρέσει. Η μαμά δεν ξέρω πόσο σύμφωνη ήταν με αυτή την απόφαση. Ίσως για αυτό και να μας εγκατέλειψε.
Ερμιόνη: συγνώμη, δεν ήθελα...
Ελισάβετ: όχι κανένα πρόβλημα. Έτσι λοιπόν με τον κυρ Δημήτρη. Με ξέρει από τόσο δα μικρή. Του στοίχισε πολύ όταν πέθανε ο πατέρας μου. Τότε ήταν που πήγα τα σκυλιά στο κτήμα και του ζήτησα να τα φροντίζει.
Ερμιόνη: τα αγαπάς πολύ αυτά τα σκυλιά ε;
Ελισάβετ: μα εγώ τα μεγάλωσα εδώ μέσα, ήταν κουτάβια και τώρα γίνανε δύο θεόρατα λυκόσκυλα. Ο Τσάρλι και η Γκρέτα. Πανέμορφα σκυλιά. Αλλά έπρεπε να τα αποχωριστώ.
Στέφανος: φυσικό δεν είναι;
Μάριος: φαντάζεσαι δύο λύκους να κυκλοφορούσαν τώρα ανάμεσα μας;
Στέφανος: εν τω μεταξύ η Ελισάβετ μιλάει για τα σκυλιά ενώ έχει να τα δει από τότε.
Ερμιόνη: δεν πας καθόλου Έρση μου;
Ελισάβετ: κοίταξε αυτό το κτήμα και το σπιτάκι τα έχω συνδυάσει με πολύ όμορφες αναμνήσεις και ιδιαίτερα με τον πατέρα μου που υπέρ αγαπούσα. Από τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή, δεν ξαναπάτησα το πόδι μου. Ήθελα να έχω μόνο όμορφες εικόνες στο μυαλό μου.
Ερμιόνη: τον θυμάμαι τον πατέρα σου. Όντως πολύ γλυκός άνθρωπος. Που λες, στο κτήμα είχαμε έρθει πριν από χρόνια όταν τα παιδιά ήταν μικρά. Είχαμε περάσει πολύ όμορφα. Είχε και μια μικρή λιμνούλα κάπου.
Ελισάβετ: καλά θυμάσαι, ο πατέρας είχε πάρει παπάκια. Ο Άγγελος είχε έρωτα με τις πάπιες, συνεχώς τον πηγαίναμε στο κτήμα για να παίζει μαζί τους.
Μάριος: φαντάζομαι μόνο ο Στέφανος έβλεπε τις πάπιες με άλλο μάτι. Το μάτι του κυνηγού. ( Γέλια).
Ερμιόνη: ακόμα κυνηγάς;
Στέφανος (διστακτικά): αραιά και που.
Ελισάβετ: ας αλλάξουμε κουβέντα καλύτερα.
Στέφανος: η Ελισάβετ δεν μπορεί να ακούει για κυνήγι.
Ερμιόνη: το θεωρείς βάρβαρο χόμπι; Το ίδιο κι εγώ.
Ελισάβετ: πολύ χειρότερο. Λοιπόν ας πιούμε ξανά στη γιορτή αυτή. ( Σηκώνει το ποτήρι)
Όλοι μαζί φωνάζουν «στην υγεία μας».
Ελισάβετ: παιδιά σας ευχαριστώ που ήρθατε. Πραγματικά το είχα ανάγκη αυτό σήμερα.
Ερμιόνη: και για μας ήταν δώρο που μας καλέσατε απόψε στο σπίτι σας. Αυτή την ιδιαίτερη μέρα. Όπου θα έπρεπε, κανονικά ,να είμαστε με τις οικογένειές μας, τα παιδιά μας. Αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν έρχονται όπως θέλουμε.
Ελισάβετ: τι εννοείς;
Ερμιόνη: ότι όλα στη ζωή είναι απρόβλεπτα. Μπορεί να πιστεύουμε ότι έχουμε τον έλεγχο στις ζωές μας, αν κι αυτό ίσως εν μέρει να το καταφέρνουμε, αλλά όχι στις ζωές και τις τύχες των ανθρώπων που αγαπάμε, όπως των παιδιών μας.
Στέφανος: πως μπορείς να ελέγξεις τη τύχη του παιδιού σου; Παρά μόνο λειτουργώντας με τρόπο κυριαρχικό.
Ερμιόνη: συγνώμη όταν θέλεις το παιδί σου να το μορφώσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο και να το εκπαιδεύσεις δεν προσπαθείς να το κατευθύνεις προς μια επιλογή που ενδεχομένως να είναι καθαρά δική σου;
Στέφανος: κατά ένα τρόπο ναι.
Ερμιόνη: εμείς για παράδειγμα την Άννα μας τη στείλαμε σε ιδιωτικό σχολείο της επιλογής μας. Όπου έμαθε μια συγκεκριμένη γλώσσα και οδηγήθηκε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Άρα από μικρή πειστικε πως αυτό είναι που την εκφράζει. Χωρίς όμως να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα να οδηγηθεί αργότερα σε αναζητήσεις νέες και κατ' επέκταση σε αδιέξοδα.
Ελισάβετ: ενδιαφέροντα όλα αυτά που λες Ερμιόνη αλλά που θέλεις να καταλήξεις;
Μάριος (προς τη γυναίκα του) : τι σε έχει πιάσει τώρα;
Ερμιόνη: τίποτα βρε Μάριε συζήτηση κάνουμε απλά.
Ελισάβετ: συμβαίνει κάτι με την Άννα;
Ερμιόνη: αχ Ελισάβετ ως γονείς κάνουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας αλλά έρχεται η στιγμή που αυτό που καταφέραμε είναι μια τρύπα στο νερό. Παιδιά με τεράστια ψυχολογικά κενά.
Μάριος: έλεος πια ρε Ερμιόνη
Ερμιόνη: κι εσείς για τον γιο σας κάνατε τα καλύτερα. Κι όμως εν μία νυκτί σηκώνεται και φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση. Αγνοούμενος για δύο ολόκληρα χρόνια.
Ελισάβετ: μήπως εξαφανίστηκε και η Άννα;
Ερμιόνη: κάτι χειρότερο, θα θυμώσει ο Μάριος που το λέω, αλλά ναι ξεκίνησε να παίρνει ναρκωτικά. Και το χειρότερο όλων είναι πως εγώ που θεωρούσα τον εαυτό μου ως την τέλεια μάνα δεν κατάλαβα τίποτα. Δεν πήρα πρέφα ότι η κόρη μου φτιαχνόταν ακόμα κι όταν ερχόταν διακοπές στο σπίτι.
Ελισάβετ: τι λες τώρα. Είναι τραγικό. Η Αννούλα;
Ερμιόνη: ναι η Αννούλα.
Στέφανος: και τώρα που βρίσκεται;
Ερμιόνη: σε κέντρο αποτοξίνωσης στην Κρήτη.
Ελισάβετ: πω πω τι ήταν αυτό που μας είπες;
Μάριος: συγνώμη αλλά μάλλον σας χαλάσαμε τη βραδιά.
Ελισάβετ: τι λες βρε Μάριε; Αν δε μιλήσουμε μεταξύ μας, που θα μιλήσουμε;
Μάριος: δεν έχω πρόβλημα αλλά εδώ ήρθαμε για να ξεχάσουμε λίγο αυτά που μας βασανίζουν.
Ελισάβετ: αυτά τα βάσανα Μάριε δύσκολα τα ξεχνάς. Μερικές φορές προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τους εαυτούς μας ευθυμώντας λίγο. Αλλά όταν έρχεται η νύχτα και πέφτεις στο κρεβάτι να κοιμηθείς συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν έχει καταφέρει να απαλύνει τον πόνο σου τελικά. Και ψάχνεις απεγνωσμένα τα συρτάρια σου για κάτι που θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις.
Στέφανος: είμαι συγκλονισμένος. Ούτε καν είχα ακούσει κάτι. Πάντως Μάριε σε παραδέχομαι, είσαι τέρας ψυχραιμίας.
Μάριος: μου είναι πολύ δύσκολο αλλά δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Η δουλειά βλέπεις.
Ερμιόνη: αυτά μας φάγανε. Δεν το λέω μόνο για τον Μάριο αλλά και για μένα. Ίσως και για σας. Δώσαμε προτεραιότητα στις δουλειές και όχι στα παιδιά μας.
Ελισάβετ: αυτό που λες δεν ισχύει για μένα. Ως δημόσιος υπάλληλος ήμουν πίσω στο σπίτι και κοντά στο γιό μου.
Ερμιόνη: προς Θεού δε θέλω να σε κάνω να νιώσεις ενοχές, ούτε να σε κρίνω ως μάνα. Αλλά πολλές φορές νομίζουμε ότι κάνουμε το σωστό, όμως με λάθος τρόπο. Εγώ τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν ήξερα την κόρη και απλά αρνιόμουνα να το παραδεχτώ. Πήγαινα στο σχολείο και οι καθηγητές μου λέγανε πράγματα για την Άννα , που αντί να με ταρακουνήσουν ως μάνα καθόμουν και τους αμφισβητούσα και έλεγα πόσο γελοίοι είναι. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο για το πόσο χαζή και τυφλή ήμουν.
Ελισάβετ: το θέμα είναι ότι πλέον θα έχετε το χρόνο να κερδίσετε τον χαμένο έδαφος. Ενώ εμείς μπορεί να μη μας δοθεί ποτέ αυτή η ευκαιρία.
Στέφανος: εγώ είμαι αισιόδοξος. Πιστεύω ότι ο Άγγελος θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στην πόρτα και θα είμαστε πάλι όπως παλιά.
Ελισάβετ: πως δηλαδή;
Στέφανος: τι εννοείς;
Ελισάβετ: τώρα είναι ξένοι άνθρωποι μπροστά αλλά τέλος πάντων, εγώ ζούσα με τον Άγγελο τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Εσύ απορροφημένος με τις επιχειρήσεις και το κτήμα. Το μόνο που κατάφερες ήταν να τον πάρεις μαζί σου στο κυνήγι δεκατριών ετών παιδί και να τον μεταλλάξεις.
Στέφανος: τι βλακείες λες;
Ελισάβετ: ξέρεις πολύ καλά ότι δε λέω βλακείες. Όταν γύρισε ο Άγγελος εκείνο το απόγευμα δεν ήταν ο ίδιος. Του έδωσες να κρατήσει όπλο και να χτυπήσει ζώο.
Στέφανος: δεν μπορούσα να του το αρνηθώ μου είχε φάει τα αυτιά.
Ελισάβετ: τι σκότωσε;
Στέφανος: ένα πουλί. Με είχε εκπλήξει με το σημάδι του. Μα καλά γιατί με ρωτάς δεν το ήξερες;
Ελισάβετ: αυτό του άλλαξε όλη την ψυχοσύνθεση. Όταν γύρισε σπίτι είχε ένα παγωμένο, κενό βλέμμα, που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ ξανά.
Στέφανος: τότε το μόνο πράγμα που θυμάμαι είναι μια Ελισάβετ τρεις ευτυχισμένη που είχε πάρει αγκαλιά το γιο της λέγοντας του συνεχώς πόσο περιφανή ένιωθε.
Ελισάβετ: είχα επηρεαστεί κι εγώ από το δικό σου τρόπο σκέψης.
Στέφανος: βέβαια αν μετά το συμβάν πήγαιναν όλα καλά δε θα μιλούσαμε καν για το θέμα αυτό. Αλλά τώρα έτυχε να έχουμε ένα παιδί ευαίσθητο που επηρεάστηκε πάρα πολύ από το όπλο και το νεκρό ζώο. Και που αργήσαμε να το πάρουμε χαμπάρι ασχέτως με το τι λέει η Ελισάβετ.
Ελισάβετ: δεν περίμενα να με αμφισβητήσεις.
Στέφανος: αν έβλεπες σημάδια για το τι θα ακολουθούσε. Τότε για μένα έχεις δείξει εγκληματική αδιαφορία.
Ελισάβετ: έχουν περάσει πολλά χρόνια και είναι δύσκολο να θυμηθείς. Αλλά πολλές φορές σου έλεγα όταν γύριζες στο σπίτι το βράδυ ότι ο Άγγελος δε βγήκε καθόλου από το δωμάτιο του, ότι είχα ψαξει το κινητό του και είχα βρει ότι κάνει αναζητήσεις για όπλα. Και ότι έμπαινε σε σάιτ με ακροδεξιές αντιλήψεις. Είχα τρομοκρατηθεί κι εσύ απλά γελούσες και έλεγες παιδί είναι. Όταν όμως μεγάλωσε και μας ανακοίνωσε ότι θα καταταγεί στις ειδικές δυνάμεις δεν τον εμπόδισες, αντιθέτως τον άφησες.
Στέφανος: μα μπορούσα;
Ελισάβετ: όπως και στο κυνήγι. Μπορούσες; (Με γκριμάτσα). Μόνο όταν μας πήραν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα και ενημέρωσαν ότι ο Άγγελος εξαφανίστηκε από το στρατόπεδο, και μάλλον ότι είναι ύποπτος για κλοπή όπλων, τότε τα χρειάστηκες. Το ότι εκκρεμεί εις βάρος του στρατοδικείο αυτό σε κλόνισε. Και ότι έχουμε μπει κι εμείς στο στόχαστρο για υπόθαλψη εγκληματία και ότι μας έχουν ανακρίνει άπειρες φορές αυτό σε ισοπέδωσε. Άσε που είμαι σίγουρη ότι μας παρακολουθούν σε καθημερινή βάση.
Στέφανος: πλέον δε νομίζω να μας παρακολουθούν.
Ελισάβετ: κούνια που σε κούναγε.
Μάριος: νιώθω πολύ άσχημα που εμείς προκαλέσαμε όλη αυτή την άσχημη ατμόσφαιρα.
Ερμιόνη: κι εγώ πραγματικά λυπάμαι.
Ελισάβετ: δεν χρειάζεται να λυπάσαι. Καμία φορά πρέπει να μας δίνεται αφορμή να ανοίγουν οι συζητήσεις και να βγαίνουν καταπιεσμένες σκέψεις και λόγια.
Σιωπή. Ακούγονται μόνο τα πιρούνια να χτυπάνε στα πιάτα και μια μουσική ντίσκο που δεν είχε σχέση με την ατμόσφαιρα
Ελισάβετ: πότε θα την δείτε την Άννα;
Ερμιόνη: τον Φεβρουάριο. Θα κατέβουμε να την πάρουμε μαζί μας.
Ελισάβετ: πολύ χαίρομαι. Μακάρι να ενταχθεί στην κοινωνία όπως πρέπει και να μην έχετε άλλα τρεξίματα.
Ερμιόνη: μακάρι
Μάριος. Πιάνει την κοιλιά του. Πω πω έχω σκάσει.
Στέφανος: μπόρεσες και έφαγες; εγώ έχω πρηστεί αλλά όχι από φαγητό.
Ελισάβετ: παραδέχομαι ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να γίνει αυτή η κουβέντα αλλά έπρεπε.
Στέφανος: πόσο ανακουφιστικό είναι τελικά να ρίχνεις όλο το φταίξιμο στον άλλο!
Μάριος: Στέφανε γιατί δε το λήγετε; Έλα σήκω να πιούμε κάτι χωνευτικό να φέρουμε και στις γυναίκες.
Στέφανος: πετάει την πετσέτα του με δύναμη στο τραπέζι. Έλα σήκω.
Ερμιόνη: (πιάνει το χέρι της Ελισάβετ) Έλα ηρέμησε. Μη το κάνεις αυτό στο Στέφανο. Αγαπούσε τον Άγγελο όπως κι εσύ. Με το να το φορτώνεις με ενοχές δεν κερδίζεις τίποτα.
Ελισάβετ: μου κατέστρεψε το παιδί και τώρα μιλάει.
Ερμιόνη: σσσσσς τι λόγια είναι αυτά;
Ελισάβετ: η αλήθεια είναι. Μήπως τελείωσες με το φαγητό;
Ερμιόνη: ναι
Ελισάβετ: θα βοηθήσεις τότε να σηκώσουμε το τραπέζι για φέρουμε το γλυκό; Έφτιαξα μια ωραιότατη πουτίγκα.
Ερμιόνη: ωωωω τη λατρεύω.
Σηκώνονται.
Μάριος: μεγάλη βλακεία της Ερμιόνης να ανοίξει το στόμα της για την Άννα. Τι της ήρθε να εκμυστηρευτεί ένα μυστικό που το φυλάγαμε τόσο καλά.
Στέφανος: εγώ πιστεύω ότι το έκανε για αλληλεγγύη προς την Ελισάβετ. Δεν είναι κακό. Δεν την κατηγορώ. Ήθελε να μοιραστεί τον πόνο της. Βέβαια κακώς που δε σε ενημέρωσε κι εσένα πριν.
Μάριος: μεγάλη βλακεία της. Σίγουρα δεν φανταζόταν ότι θα έφταναν τα πράγματα στα άκρα.
Στέφανος: ναι γιατί δεν ήξερε την δική μας ιστορία ακριβώς.
Ερμιόνη: για μια ακόμα φορά πρέπει να σου πω ότι λυπάμαι.
Ελισάβετ: δεν πρέπει να λυπάσαι. Μάλλον έπρεπε να γίνει.
Ερμιόνη: τι θα κάνεις τώρα;
Ελισάβετ: όπως ήμασταν. Άλλωστε μη φαντάζεσαι ότι λειτουργούμε ως παντρεμένο ζευγάρι. Περισσότερο σαν συγκάτοικοι.
Ο Μάριος κοιτάει έξω από ένα μικρό παράθυρο που βρίσκεται δίπλα στο μπάρ.
Μάριος: χιόνιζει πάρα πολύ έξω. Πρέπει να φύγουμε γιατί όπως πάει σε λίγο θα χρειαστεί να βάλουμε αλυσίδες.
Στέφανος: μα τόσο πολύ; Θα πρέπει να πάω με κάποιο τρόπο στο κτήμα αύριο να φροντίσω τα σκυλιά γιατί λείπει και ο κυρ Δημήτρης.
Μαριος: θα δυσκολυτεις να φτάσεις αν συνεχίσει να ρίχνει έτσι. Φωνάζει. Ερμιόνη ετοιμάσου φεύγουμε. Χιονίζει πολύ έξω.
Ερμιόνη: αλήθεια; Τρέχει στο παράθυρο. Τέλεια είναι. Χρόνια έχω να δω χιονισμένα Χριστούγεννα.
Ελισάβετ: όντως. Εγώ σκέφτομαι τα σκυλιά στο κτήμα. Θα υποφέρουν!
Στέφανος: αύριο πρωί πρωί θα πάω να ελέγξω τι γίνεται.
Ερμιόνη: ( βάζει το παλτό της. Το ίδιο και ο Μάριος). Ελισάβετ ευχαριστούμε για όλα. Ήταν τέλεια. Και επίσης για μια ακόμα φορά λυπάμαι για ότι προκάλεσα με την κουβέντα που άνοιξα.
Ελισάβετ: σε παρακαλώ μην το ξανά πεις αυτό, η ιστορία αυτή τελείωσε.
Ερμιόνη: λοιπόν καλά Χριστούγεννα. Και εύχομαι γρήγορα να έχετε νέα από τον Άγγελο.
Ελισάβετ: ευχάριστα νέα μόνο.
Ερμιόνη: φυσικά!
Ελισάβετ: να σαι καλά. Κι εσείς καλώς να δεχτείτε την κόρη σας.
Ερμιόνη, Μάριος: ευχαριστούμε.
Φιλιούνται και αποχωρίζονται. Κλείνει η πόρτα. Η Ελισάβετ κλαίει
Ελισάβετ: γιατί θεέ μου να μην μπορώ να γιορτάσω αυτές τις άγιες μέρες όπως όλος ο κόσμος; Γιατί να μην είναι ο γιος μας εδώ μαζί μας;
Στέφανος: την αγκαλιάζει. Μη μαυρίζεις την ψυχή σου άλλο. Πάμε να ξαπλώσουμε να ηρεμήσουμε. Αύριο πρέπει να πάω και στο κτήμα.
Ελισάβετ: έχεις αλυσίδες; Ίσως να τις χρειαστείς.
Στέφανος: φυσικά και έχω.
Ελισάβετ: Ελπίζω να μην έπαθαν τίποτα οι αγάπες μου.
Στέφανος: μια χαρά θα είναι όλα, θα δεις.
Ελισάβετ: για να δούμε, γιατί δε θα αντέξω και άλλο χτύπημα. Μπορεί να έχω να τα δω πολλά χρόνια τα σκυλιά αλλά μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να έχουν υποφέρει μέσα στο κρύο τρελαίνομαι.
Στέφανος: δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, οι αγάπες σου θα είναι όπως ακριβώς τις είχα αφήσει.
Ελισάβετ : μακάρι θεέ μου. Η σημερινή μέρα με κούρασε πολύ. Δεν ξέρω αν ήταν σωστή η απόφαση να καλέσουμε απόψε την Ερμιόνη και το Μάριο για φαγητό. Νιώθω πως καταρρέω. Πρώτη φορά μίλησα σε ξένους για τον Άγγελο με τόση λεπτομέρεια.
Στέφανος: και θα σε παρακαλούσα την επόμενη φορά τις απόψεις σου σχετικά με το αν είμαι καλός πατέρας ή όχι να τις κρατάς για τον εαυτό σου και να μη δίνεις σε άλλους τροφή για σχόλια. Ευτυχώς που τα παιδιά είναι φίλοι μας και μας γνωρίζουν καλά και δεν παρεξηγούν.
Ελισάβετ: είχα παρεκτραπεί το ξέρω, αλλά έβγαλα αλήθεια από μέσα μου. Αυτό να το κρατήσεις.
Στέφανος: είσαι αγύριστο κεφάλι κυρία τέλεια μάνα, που γύριζες σπίτι από την υπηρεσία σχεδόν νύχτα.
Ελισάβετ: εγώ; Πας καλά;
Στέφανος: αυτές οι βόλτες για καφέ και φαγητό μετά τη δουλειά ήταν ότι καλύτερο. Κι ας έμενε ο σύζυγος πίσω να ετοιμάσει φαγητό για τον μικρό που μόλις επέστρεφε από το σχολείο.
Ελισάβετ: ρε συ πας να βγεις από πάνω; Σε λυπάμαι. Λοιπόν εγώ νιώθω πτώμα αυτή τη στιγμή, πάω να ξαπλώσω για όσο μπορέσω βέβαια. Αν θέλεις μπορειςυ να ακολουθήσεις. Πάντως αύριο έχεις να πας στο κτήμα μη το ξεχνάς.
Στέφανος: πήγαινε εγώ θα δω λίγη τηλεόραση και θα έρθω σε λίγο.
Ελισάβετ: οκ. Καληνύχτα και καλά Χριστούγεννα.
Στέφανος: καλά Χριστούγεννα.
Ο Στέφανος ξαπλώνει στον καναπέ και ανοίγει την τηλεόραση. Έκτακτο δελτίο. Οδηγός έπεσε με το αυτοκίνητο σε υπαίθρια χριστουγεννιάτικη αγορά του Αμβούργου.
Στέφανος: άντε πάλι. Ελπίζω θεέ μου να μην είναι το παιδί..