Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων.
Η Ελισάβετ περιφέρεται φορώντας μια ρόμπα στο σαλόνι. Φαίνεται ακόμα αναστατωμένη από τη χθεσινή βραδιά, και όσα ειπώθηκαν στον καυγά της με τον Στέφανο.
Ανοίγει την τηλεόραση. Οι ειδήσεις δείχνουν τις καταστροφές που προκάλεσε ο χιονιάς την προηγούμενη μέρα στη Βόρεια Ελλάδα. Αμέσως μετά έδειξε μια δολοφονική επίθεση στην κεντρική Ευρώπη από τζιχαντιστή. Εκεί έκλεισε αμέσως την τηλεόραση.
Ελισάβετ: πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης Θεέ μου; Πότε;
Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Η Ελισάβετ αναστατωμένη πετάγεται από τον καναπέ. Προσπαθεί να φτιάξει ότι προλαβαίνει μπροστά στον καθρέφτη. «μισό λεπτό, έρχομαι». Τρεκλίζοντας φτάνει στην πόρτα. Ανοίγει , η έκπληξη στο βλέμμα της είναι τεράστια. «κύριε Δημήτρη».
Δημήτρης: χρόνια πολλά Ελισάβετ.
Ελισάβετ: χρόνια πολλά! Πόσα χρόνια! Έλα πέρασε μέσα!
Δημήτρης: ευχαριστώ! Κοιτάει γύρω του. Πολύ ωραίο το έφτιαξες το σπίτι σου.
Ελισάβετ: στην ανακαίνιση βάλαμε πολύ αγάπη και προσωπικό γούστο.
Δημήτρης: πάντα είχα να το λέω στον πατέρα σου για το γούστο σου.
Ελισάβετ: αλλά δεν προλάβαμε να το χαρούμε. Τα πράγματα δε μας ήρθαν όπως τα περιμέναμε. Έλα κάθισε να σε δω λίγο.
Ο κύριος Δημήτρης κάθισε αναπαυτικά το μικροκαμωμένο του κορμί στον καναπέ.
Ελισάβετ: πόσο χαίρομαι που σε βλέπω κύριε Δημήτρη, αλήθεια! Θέλω πραγματικά να σου κάνω μια αγκαλιά. Μπορώ;
Δημήτρης: φυσικά κόρη μου! Και το ρωτάς;
Η Ελισάβετ σφίγγει στην αγκαλιά της τον κύριο Δημήτρη. Από τα μάτια της κυλάνε δάκρυα χαράς.
Δημήτρης: μη κλαις κόρη μου.
Ελισάβετ: συγνώμη, αλλά το είχα τόσο ανάγκη αυτό. Ξαφνικά σήμερα το πρωί ένιωσα τόσο μόνη.
Δημήτρης: σε καταλαβαίνω απόλυτα. Για αυτό εκφράσου όπως η ψυχή σου θέλει.
Ελισάβετ: πάντα σε θυμάμαι τόσο καλό και πράο. Για πες μου, τελικά τι σε έφερε στη γειτονιά μας; Καταρχήν που άφησες την κυρία Στέλλα;
Δημήτρης: με την Κυρία Στέλλα ήρθαμε για επίσκεψη στον βαφτιστικό της, που τα τελευταία χρόνια μένει με την γυναίκα του και τον μικρούλη τους πολύ κοντά σου. Εδώ δυο στενά πιο κάτω. Όλα τα χρόνια μας παρακαλάει να φάμε μαζί, και επιτέλους η μέρα αυτή ήρθε. Αλλά δεν μπορούσα να μην περάσω να δω την κόρη του καλύτερου μου φίλου. Έτσι άφησα την κυρία Στέλλα με τον βαφτιστικό της και ήρθα για λίγο να σε δω. Έπρεπε να σε δω... νομίζω εγώ!!!
Ελισάβετ: ο Θεός σε φώτισε, την είχα ανάγκη αυτή την επίσκεψη, όσο τίποτα άλλο. Είσαι ότι έχει απομείνει από την παλιά καλή και ευτυχισμένη ζωή.
Δημήτρης: πραγματικά με κολακεύει αυτό που λες. Αλλά θα μπορούσες να είχες κρατήσει λίγη επαφή παραπάνω.
Ελισάβετ: φέρθηκα λίγο εγωιστικά το ξέρω, νόμιζα πως θα πληγωνόμουν περισσότερο αν κρατούσα επαφή με τους ανθρώπους που θα με συνέδεαν με το χαρούμενο παρελθόν.
Δημήτρης: σε καταλαβαίνω κορίτσι μου, αλλά δεν έπρεπε να αφήσεις το κτήμα. Αυτό ήθελα μόνο να σου πω. Αυτό το κτήμα σου ανήκει, ο πατέρας σου μόχθησε για να το κάνει έτσι όπως είναι τώρα. Το ξέρω, τον εκτιμούσε τον Στέφανο, αλλά εσύ ήσουν η μονάκριβη του κόρη, που σε μεγάλωσε με θυσίες και κόπο. Αλήθεια ο σύζυγος σου, λείπει; Δεν τον είδα καθόλου.
Ελισάβετ: ξύπνησε νωρίς σήμερα και πήγε ως το μαγαζί μια βόλτα να τελειώσει κάτι δουλειές. Είχαμε ένα καβγά εχθές, με αποτέλεσμα και οι δυο να ξυπνήσουμε κουρέλια.
Δημήτρης: λυπάμαι!
Ελισάβετ: τα σκυλιά μας, με την προχθεσινή κακοκαιρία, μείνανε νηστικά, χάλασε η ταΐστρα, μάλλον, και επιτέθηκαν στη στάνη ενός γείτονα.
Δημήτρης: τι λες τώρα; Πρώτη φορά το ακούω.
Ελισάβετ: δυστυχώς είναι αλήθεια. Κυριε Δημήτρη νιώθω τρομερή θλίψη από εχθές το βράδυ. Δε θέλω να χάσω τα σκυλιά μου.
Δημήτρης: μα πως είναι δυνατόν. Εγώ πριν φύγω τα είχα αφήσει όλα στην εντέλεια.
Ελισάβετ: δεν έχω λόγο να μη σε πιστεύω, ήταν η κακιά στιγμή. Αυτό που δε θέλω είναι να θανατωθούν οι αγάπες μου.
Δημήτρης: αν νομίζεις ότι αυτό θα σε ισοπεδώσει μη το κάνεις καλή μου.
Ελισάβετ: θα τα φέρω εδώ. Πίσω στην αυλή, θα τα έχω μαζί μου για όσο ακόμα θα ζήσουν. Γιατί δεν είναι και μικρά.
Δημήτρης: κάνε αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Αλλά Ελισάβετ μη γυρίσεις την πλάτη στο κτήμα, σε ικετεύω. Μην αφήσεις να σου το μαγαρίσουν οι άλλοι.
Ελισάβετ: το έχει μαγαρίσει ποιος; ο Στέφανος; Τι θες να πεις;
Δημήτρης: σε θεωρώ πολύ έξυπνη Ελισάβετ. Ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει εκεί.
Ελισάβετ: ξέρω μην ανησυχείς κυρ Δημήτρη.
Δημήτρης: για αυτό, γύρισε πίσω και κράτα τα σκυλιά σου εκεί. Φρόντισε τα εκεί. Και ο καιρός θα σου απαλύνει όλες τις πληγές. Θα δεις.
Ελισάβετ: δεν μπορώ να επιστρέψω, στο μέρος όπου πέθανε ο πατέρας μου. Κι εκεί όπου χάθηκε η ψυχή του γιου μου. Δυο στιγμές που επισκίασαν όποια όμορφη ανάμνηση ειχα από εκεί.
Δημήτρης: κοίταξε εγώ πλέον έχω μεγαλώσει ήδη αρκετά. Δεν ξέρω αν του χρόνου ή του παρά χρόνου θα είμαι εδώ να τα λέμε, για αυτό θεώρησα σωστό λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου να έρθω να σε συναντήσω. Τον άντρα σου τον βλέπω συχνά εσένα όμως όχι.
Ελισάβετ: είναι μήπως κάτι που πρέπει να μου πεις;
Δημήτρης: η αλήθεια είναι πως ναι. Ήθελα να σου πω κάτι που με βασανίζει χρόνια. Ξέρω ότι αυτό που θα πω θα σε ταράξει και θα σε σοκάρει αλλά πρέπει να το μάθεις.
Ελισάβετ: με αγωνία περιμένω να ακούσω.
Δημήτρης (σηκώνεται όρθιος) : σε μια τελευταία συζήτηση που κάναμε με τον Στέφανο για τον Άγγελο, μου είπε πως τον θεωρείς υπεύθυνο για την μεταστροφή του από αθώο παιδί που ήταν σε έναν άνθρωπο που είχε βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει ότι έγινε ή ότι πιστεύουμε ότι έγινε.
Ελισάβετ: αφού του έμαθε να πιάνει το όπλο και τον έβαλε να σκοτώσει ζώο σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία, φυσικό δεν είναι;
Δημήτρης: το θέμα είναι ότι για χρόνια ολόκληρα πίστευες ότι ο άντρας σου έμαθε τον Άγγελο να πιάνει το όπλο.
Ελισάβετ: αν δεν ήταν αυτός τότε ποιός;
Δημήτρης: ο πατέρας σου.
Ελισάβετ: χαχαχα αποκλείεται! Ο πατέρας μου δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Γιατί μπορεί να ήξερε σκοποβολή αλλά ποτέ δε σκότωνε ζώο. Πήγαινε για κυνήγι με τους άλλους, αλλά μόνο για παρέα, σεβόταν τη φύση και τα πλάσματα του Θεού. Δε θα σκότωνε για να τραφεί.
Δημήτρης: κι όμως κόρη μου, ο πατέρας σου, επειδή στα νιάτα του ήταν πολύ αδύναμος χαρακτήρας, κι αυτό το πλήρωσε ακριβά με τη μάνα σου και γυναίκα του, δεν ήθελε το εγγόνι του να γίνει το ίδιο ευάλωτο. Έτσι άρχισε η εκπαίδευση από πολύ μικρή ηλικία. Να του μαθαίνει σκοποβολή, στην αρχή με πέτρες και στη συνέχεια με όπλο. Εσύ ήσουν ήσυχη, άφηνες το παιδί στα καλύτερα χέρια, και βέβαια δεν είχε κακό σκοπό, απλά ήθελε να τον κάνει δυνατό. Αλλά δεν υπολόγισε την εσωστρέφεια του εγγονού του, και πως εισέπραττε όλη αυτή την εκπαίδευση ο μικρός Άγγελος. Που μάλλον ως παιδί δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του, αλλά λόγω της υπόσχεσης που είχε δώσει στον παππού του, δεν μπορούσε να πει τίποτα στη μάνα του. Αυτή τη σπίθα που έβγαζε το μάτι του Άγγελου όταν πετύχαινε το τενεκεδάκι με το πιστόλι του πατέρα σου το βλέπαμε τότε τόσο αθώα γλυκό. Και του έδινα εύσημα τότε. «μπράβο κυρ Αντώνη , άξιο εγγόνι έβγαλες» του έλεγα κι αυτός καμάρωνε.
Ελισάβετ (αποσβολωμένη συνεχίζει να παρακολουθεί την αφήγηση του κυρ Δημήτρη). Μπράβο κυρ Αντώνη!
Δημήτρης: έτσι όταν έφθασε η ώρα να πάρει για πρώτη φορά ο Στέφανος τον μικρό στο κυνήγι, ήδη ο Άγγελος ήταν ένας έτοιμος κυνηγός. Και όταν σημάδεψε και σκότωσε με τη μια το πουλί, ο Στέφανος ζητωκραύγαζε με την παρέα του, ενώ ο μικρός έκλεινε το μάτι στον παππού του και σε μένα, που ξέραμε το μυστικό. Όμως τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε που θα έφθανε το πράγμα. Δεν ξέρω τι αλλαγή είχες δει εσύ στη ματιά του παιδιού, αλλά όντως κάτι είχε αλλάξει. Από ότι μου έλεγε και ο παππούς του, ήδη είχε αρχίσει να δείχνει μια εμμονή στα όπλα.
Ελισάβετ: μα γιατί να μη μου πει τίποτα; Ίσως όσο ήταν νωρίς να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι.
Δημήτρης: μάλλον φοβόταν ότι θα τον κατηγορούσατε για κακή ανατροφή ή οτιδήποτε άλλο.
Ελισάβετ: εσύ; Αφού το έβλεπες, γιατί δεν έλεγες τίποτα;
Δημήτρης: ήταν πολύ λεπτό το ζήτημα. Σεβόμουν την επιθυμία του φίλου μου.
Ελισάβετ: τι άλλο έκανε μετά από αυτό;
Δημήτρης: σχεδόν κοιμόταν αγκαλιά με το όπλο του παππού του. Κάποια βράδια μάλιστα είχε βγει, χωρίς να τον πάρει είδηση Ο κυρ Αντώνης και γύριζε το πρωί με τη λεία του στον ώμο. Αυτή όλη η κατάσταση τον έτρωγε το γέρο μέρα με τη μέρα, τον έβλεπα, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, προσπαθούσε να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του Άγγελου αλλά τίποτα. Ένιωθε ενοχές για την εξέλιξη του παιδιού και αυτό τον έριξε στο κρεβάτι.
Ελισάβετ: καημένε πατέρα, ήσουν τελικά πολύ αδύναμος για κάτι τέτοιο.
Δημήτρης: όντως. Από κει και πέρα ξέρεις καλύτερα τη συνέχεια.
Ελισάβετ: πέθανε ο παππούς μόλις μπήκε ο Άγγελος στο λύκειο. Το γεγονός τον καταρράκωσε. Κλείστηκε για τα καλά στον εαυτό του και στο δωμάτιο, δεν πήγε ποτέ ξανά στο κτήμα, ούτε για τα σκυλιά είχε ρωτήσει ποτέ. Εμείς ως γονείς ήμασταν πολύ απασχολημένοι με τις δουλειές μας για να ασχοληθούμε με το παιδί και ότι το βασάνιζε. Και ορίστε το αποτέλεσμα. Δεν κατέβαλε προσπάθεια να σπουδάσει, δηλώνει μόνος του για ειδικές δυνάμεις, κατατάσσεται, και ένα βράδυ εξαφανίζεται από το στρατόπεδο, μαζί του συμπωματικά και κάποια όπλα από το στρατόπεδο.
Δημήτρης: είχαμε όλοι τρομερή αδυναμία σε αυτό το παιδί.
Ελισάβετ : Σε ευχαριστώ πάντως για αυτή την εξομολόγηση κύριε Δημήτρη.
Δημήτρης (σηκώνεται) : μια εξομολόγηση από την οποία θα ένιωθα λύτρωση αλλά δυστυχώς νιώθω πιο βαρύς από ποτέ.
Ελισάβετ: μη στεναχωριέσαι κύριε Δημήτρη μου, τα πράγματα έχουν πάρει τη ρότα τους. Δεν αλλάζει πλέον αυτό. Εμείς απλά κοιτάμε το παρελθόν και προσπαθούμε να δούμε τι έφταιξε. Μόνο αυτό. Εγώ ένα πράγμα δεν κατάλαβα από τη σημερινή σου επίσκεψη.
Δημήτρης: τι;
Ελισάβετ: γιατί επέμενες να γυρίσω στο κτήμα. Όταν μετά από αυτό, όχι απλά δεν θα γυρίσω ποτέ, αλλά θα βάλω αγγελία να το πουλήσω κιόλας. Αλλά μήπως κύριε Δημήτρη ο σκοπός σου ήταν από την αρχή αυτός;
Δημήτρης: ποιος κόρη μου;
Ελισάβετ: και κόρη και γιο έχεις. Επομένως δε χρειάζεται να με αποκαλείς έτσι. Και κτήμα έχεις αλλά μικρό που θέλεις να το μεγαλώσεις. Ή ήθελες πάντα να το μεγαλώσεις. Έβλεπες την καταστροφή να έρχεται και περίμενες στη γωνία σαν αρπακτικό.
Δημήτρης: παραλογίζεσαι Ελισάβετ μου.
Ελισάβετ: ο καλός μας γείτονας που κάνει τόσα για το κτήμα, και φυσικά αφιλοκερδώς, που βλέπει ένα παιδί να καταστρέφεται και δε μιλάει γιατί σέβεται τον φίλο του, που ανέχεται να βλέπει τον γαμπρό του καλύτερου φίλου του να φέρνει τις γκόμενες στο κτήμα, και τέλος συμπωματικά μια μέρα πριν την επίσκεψη του να μπλοκάρει η ταΐστρα των σκυλιών. Που ξέρεις πόσο υπέρ αγαπώ. Θα έλεγε κανείς ότι έχεις βάλει στόχο εμένα, να με αποτελειώσεις. Για αυτό σηκώθηκες πιο βαρύς κύριε Δημήτρη, γιατί κατάλαβες εδώ και αρκετή ώρα, ότι η επίσκεψη σου δεν είχε το αποτέλεσμα που ήθελες. Για αυτό λοιπόν πήγαινε στη κυρία Στέλλα που ανυπομονεί να μάθει τι έγινε. Και πες της «τζίφος το σχέδιο μας ναυάγησε)).
Δημήτρης: με αδικείς Ελισάβετ ουδέποτε είχα τέτοια πρόθεση. Αν είχα σκοπό να αγοράσω το κτήμα θα σου το πρότεινα από την αρχή.
Ελισάβετ: καλή συνέχεια αξιολάτρευτε κύριε Δημήτρη. Ευχαριστώ που με παρότρυνες να επιστρέψω στο κτήμα, πρέπει να εργασθώ εκεί σκληρά και που ξέρεις ίσως βρω και άλλα πράγματα θαμμένα από το παρελθόν.
Δημήτρης (βάζει το παλτό του) : σαν τι ;
Ελισάβετ: πολύ πιθανό να βρω και κανένα πτώμα.
Δημήτρης: πτώμα;
Ελισάβετ: αναφέρθηκες πολλές φορές στην αδυναμία του πατέρα μου όσον αφορά τη μητέρα μου. Που ξέρουμε ότι τον εγκατέλειψε λίγους μήνες μετά την γέννηση μου. Άραγε όντως την εγκατέλειψε ή το σχέδιο σου απλά ξεκινάει πριν καν γεννηθώ εγώ; Ε βέβαια εμείς στην περιοχή ήμασταν ξένοι εσείς ήσασταν ντόπιοι, που δεν προλάβατε να αρπάξετε την ευκαιρία να μεγαλώσετε τη γη σας, και αυτό δεν του το συγχώρεσες ποτέ, για αυτό ήθελες με τεχνάσματα να τον οδηγήσεις στην πώληση του κτήματος.
Δημήτρης: κόρη μου τι είναι αυτά που λες;
Ελισάβετ: φτάνει, δεν αντέχω άλλα. Καλή χρονιά κυριε Δημήτρη. Και να ξέρεις πως δε θα το αφήσει έτσι.
Δημήτρη: καλή χρονιά Ελισάβετ. Να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτα αληθινό σε ότι έχεις πει. Χαιρετώ (φεύγει σκυφτός) .
Η Ελισαβετ γυρίζει και πέφτει μπρούμητα στον καναπέ. Κλαίει με δυνατή φωνή. «γιατί Θεέ μου να μου συμβαίνει αυτό; Που ήμουν όταν συνέβαιναν όλα αυτά; Γιατί δεν μου άνοιγες τα μάτια; Γιατί;»
Ανοίγει η εξώπορτα, μπαίνει ο Στέφανος. Βλέπει την Ελισάβετ να κλαίει και τρέχει προς το μέρος της.
Στέφανος; Τι συμβαίνει Ελισάβετ γιατί είσαι έτσι; Όταν ερχόμουν σαν να είδα τον κυρ Δημήτρη, αλλά δε με χαιρέτησε. Ήταν εδώ; Τι έγινε;
Η Ελισάβετ ανασκουμπώνεται, πηγαίνει προς το μπαρ, πίνει ένα ποτήρι νερό.
Ελισάβετ: Στέφανε είμαι στη δυσάρεστη ή καλύτερα στην ευχάριστη θέση να σου ανακοινώσω ότι χωρίζουμε, μετά την σημερινή επίσκεψη συνειδητοποίησα ότι όλη η ζωή μου ήταν ψεύτικη, από την πρώτη μέρα και γραμμένη λέξη προς λέξη από τον κυρ Δημήτρη, τον μεγαλύτερο σεναριογράφο και σκηνοθέτη και παραγωγό κλπ κλπ. Έτσι από σήμερα θα αλλάξω σελίδα στη ζωή μου και το σενάριο της θα το επιμεληθώ αποκλειστικά εγώ. Αντίο Στέφανε.
Στέφανος: μα τι λες; Έτσι απλά φεύγεις;
Ελισάβετ: καταρχήν δεν φεύγω, φεύγεις. Από ότι μου ανήκει.
Στέφανος: και τι θα κάνεις μόνη σου;
Ελισάβετ: ότι έκανα πάντα. Στο κάτω κάτω μόνιμου δεν ήμουν ως τώρα;
Στέφανος: μα έχουμε και ένα παιδί.
Ελισάβετ: το παιδί έχει τραβήξει το δρόμο του. Η μάλλον του έχουν τραβήξει το δρόμο. Το μόνο που ελπίζω κάποια στιγμή είναι να ξυπνήσει, πριν να είναι αργά, και να προλάβει να γυρίσει τη σελίδα της ζωής του. Αφού βέβαια δώσει ένα καλό μάθημα στους σεναριογράφους του, τους κακούς σεναριογράφους.
Στέφανος: ω Ελισάβετ, τι είναι αυτά που λες;
Ελισάβετ: αντίο Στέφανε. (Του χαμογελάει και σηκώνει το ποτήρι με το νερό) .
Τα φώτα της σκηνής σβήνουν αργά.
