Αχάραγα

596 22 5
                                    

Δεν ήταν ξένο στη Λενιώ να ξαγρυπνάει.

Κάθε άλλο - νύχτες και νύχτες της ζωής της είχε περάσει μετρώντας δευτερόλεπτα μέχρι το ξημέρωμα. Ξεκίνησε τότε, παλιά, όταν τα δυο κοιμισμένα κορίτσια στην αγκαλιά της ξυπνούσαν από τη γλυκιά λήθη να ζητήσουν τη μαμά τους. Ήταν η πρώτη φορά που αντιστάθηκε σε χάδι – στο χάδι του Μορφέα που, αν την παρέσερνε σε μέρη φωτεινά και δίχως πόνο, θα άφηνε δυο πλασματάκια μοναχά μεσ' το σκοτάδι, χωρίς ένα 'Κοιμήσου, εγώ είμαι εδώ', χωρίς δυο μάτια γνώριμα να μερέψουν την πιο αδιανόητη για ένα παιδί απώλεια.

Νύχτες γίνονταν μέρες, τα μεσάνυχτα ξημέρωμα, κι εκείνη οκλαδόν σε ένα στρώμα στο ανώι της παιδικής τους κάμαρης, με το κεφάλι να γέρνει στον παγωμένο τοίχο, και το βλέμμα χαμένο μακριά, έξω από το παράθυρο. Μα δεν ήταν πάντα για κακό. Έτσι είχε περάσει και το βράδυ μετά το πρώτο της φιλί, με αυτή τη παράξενη δροσιά της αλλαγής να κυλάει στο αίμα της, να απλώνεται στο κορμί της, να ξυπνά αισθήματα πρωτόγνωρα που δεν καταλάβαινε ούτε περίμενε ποτέ να νιώσει. Νόμιζε πώς όταν δυο άτομα αγαπιούνται όπως εκείνη αγαπούσε τον καλύτερό της φίλο, κάποια στιγμή παντρεύονταν κι έκαναν οικογένεια. Δεν περίμενε ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Το χτυποκάρδι μόλις τον πρωτοαντίκρισε μετά από τόσους μήνες την βρήκε απροετοίμαστη, το ίδιο και η ένταση στο βλέμμα του, ο ηλεκτρισμός στο άγγιγμά του... το φιλί του... αυτή η γλυκιά προσμονή πριν σμίξουν τα χείλη τους για πρώτη τους φορά, η αθωότητα στο πρώτο τους χάδι, και η λαχτάρα που γεννήθηκε στο δεύτερο, στο τρίτο... Τόσους μήνες διάβαζε τα γράμματά του περιμένοντας να γυρίσει ο φίλος της, όχι να γνωρίσει τον έρωτά της. Και στο τέλος αυτής της τεράστιας ημέρας, με τα χείλη να μυρμηγκιάζουν και το σφυγμό να σφυροκοπά, μετρούσε πάλι πλάι στις κοιμισμένες της αδερφές τα δευτερόλεπτα της νύχτας, ώσπου να έρθει το πρωί και να τον ξαναβρεί.

Σπίτι της έγινε η αγκαλιά του. Πιο καταφύγιο από το πατρικό της. Γιατί όσο δυνατή και αλύγιστη έπρεπε να είναι για να καθοδηγήσει τις μικρές, όσο σκληρόπετση κι αντρίκια όφειλε να στέκεται ως το πλατάνι που έλειπε απ' την αυλή του Γιώργη, πάντα δυο χέρια την περίμεναν στη ρεματιά για να την κλείσουν μέσα τους. Κι εκεί, χωρίς φίδια να σκοτώσει κι άγριες μέλισσες να κάψει, μπορούσε να αισθανθεί, για μία στιγμή, κορίτσι. Μπορούσε να κοιμηθεί. Στην ασφάλεια των χεριών του, μπορούσε απλώς να είναι το Λενιώ του.

Ασφάλεια.

Αυτό ήταν κάποτε για εκείνην το άγγιγμά του.

ΑχάραγαWhere stories live. Discover now