1. Δύο οράματα κι ένα φιλί

782 39 0
                                    

Οδησσός, 1803


Άσπρισε η γη. Ακούραστο το χιόνι επί δυο μερόνυχτα, έσβηνε κάθε άλλο χρώμα και κεντούσε στον αργαλειό της φύσης μονάχα το δικό του. Το άπλωνε με ζήλο πάνω στο μεγάλο δρόμο που φιδογύριζε μες στο δάσος, πηδούσε με ένα λιθόχτιστο γεφυράκι το μικρό ποτάμι, κι ύστερα κατέβαινε μερικά σκαλοπάτια για να φτάσει στην πόλη. Πάνω στις σκουριασμένες καμινάδες που αγκομαχούσαν ολημερίς κι οληνυχτίς να ξεβράσουν στον αέρα τους μαύρους καπνούς τους.  Πάνω στα πράσινα βελόνια των ελάτων που ξεφύτρωναν όλο και σε κάποιο στενοσόκακο, ανάμεσα στα σπίτια. Κι ύστερα, πήγαινε και το έχυνε σαν το γάλα πάνω στον ουρανό, πέρα ως πέρα στα βάθη των οριζόντων, ίσαμε εκεί που δεν έφτανε ανθρώπου μάτι.

«Έχεις τον εχθρό μπροστά σου. Διάβασε τις κινήσεις του. Δεν ωφελεί απλά να του επιτίθεσαι στα τυφλά. Να διακρίνεις τις αδυναμίες του, να τις εκμεταλλεύεσαι.»

Ο νέος έγνεψε. Χόρευαν τα σπαθιά στον αέρα.  Κάτω απ' τις μπότες τους το χιόνι είχε γίνει μια πηχτή πάστα από λάσπη ανάκατη με ξερά κιτρινισμένα φύλλα, που μήνες έμειναν καταγής, παρατημένα στην έρημη αυλή.

«Το γόνατό σου έχει ήδη αρχίσει να σε πονάει. Όταν κουράζεσαι, χτυπάς συνέχεια μόνο προς τη την αριστερή πλευρά μου.»

«Πολύ καλά Αντρέι.»

Άλλη μια σταγόνα ιδρώτα ξεκόλλησε απ' τα ψαρά γκρίζα μαλλιά, και πότισε το γιακά της στρατιωτικής στολής του. Μ' έναν ελιγμό προς τα μπρος, η λεπίδα έξυσε τον ώμο του Μαξιμίλιαν, έκοψε ένα χρυσό κουμπί απ' το ραμμένο γαλόνι.

«Μπορείς και καλύτερα όμως, ανηψιέ. Είσαι η ντροπή των Ρώσων, να μην μπορείς να κουμαντάρεις τα πόδια σου στα χιόνια.»

Τινάχθηκε ο νέος άντρας στην ειρωνεία που έσταζε ο τόνος της φωνής του άλλου, αλλά τούτη τη φορά, δεν κουνήθηκε εκατοστό απ' τη θέση του. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο κρύωνε. Ρίγη ερχόταν απροειδοποίητα και γάζωναν το κορμί κάτω απ' τα βαριά, μάλλινα υφάσματα. Μέσα απ' τα πνευμόνια του, μαζί με μια βαθιά ανάσα, άφησε και μια βλαστήμια για το χιόνι. Δεκαπέντε χρόνια που μεγάλωνε σε τούτη την γη, μα κι άλλα τόσα να περνούσαν, δεν θα συνήθιζε ποτέ του αυτό το καταραμένο κρύο.

«Γιατί με βοηθάς; Ο πατέρας λέει πως είμαι χαμένη υπόθεση.»

Οι ασημένιες λάμες συναντήθηκαν σταυρωτά μια, δυο τρεις φορές, αφήνοντας έναν υπόκωφο, τσίγγινο ήχο.

Εκεί Που Ανθίζουν Τα Κυκλάμινα || Αντρέι & Θεοφανώ Where stories live. Discover now