Στον κήπο

177 8 0
                                    

Η ώρα κόντευε τέσσερις το απόγευμα. Ήταν η ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του απ' την δουλεία ο μεγαλοεπιχειρηματίας Φίλιππος Δεβλέτογλου. Ακριβώς έξω απ' το σπίτι του, κοντά στα σιδερένια και πολύ ψιλά κάγκελα στεκόταν ανήσυχα μια νεαρή εικοσιτριάχρονη, εξαιρετικά όμορφη κοπέλα. Ψιλή με μακριά καστανά μαλλιά, ντυμένη όχι και τόσο πλούσια, αλλά με πρόσωπο καθαρό και βλέμμα που μαγνήτιζε τους πάντες. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά άκουσε να ηχεί το κινητό τηλέφωνο της απ' το τσαντάκι που κουβαλούσε στον ώμο της. Το έβγαλε βιαστικά απ' την τσάντα και είδε πάνω του γραμμένο το όνομα Ερρίκος.

«Έλα Ερρίκο»

«Που στο καλό βρίσκεσαι επιτέλους;» Ρώτησε ο Ερρίκος με ύφος εκνευρισμένο.

«Πριν λίγο έφτασα. Στις τέσσερις δεν είπες ότι επιστρέφει;»

«Ναι! Λοιπόν ωραία μέχρι στιγμής. Ελπίζω να κάνεις καλά αυτό που ξέρεις.» Κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο.

Η Μελίνα για κάποιο λόγο ήταν φοβισμένη. Έπρεπε να κάνει αυτό που πρέπει μεθοδικά και αλάνθαστα. Ένα λάθος και όλα θα γίνονταν θρύψαλα μπροστά στα μάτια της. Ήταν καλή όμως στην δουλεία της. Την εκμεταλλεύονταν και το γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να αλλάξει την κατάσταση.

Κάποια στιγμή έφτασε έξω απ' το σπίτι η λιμουζίνα και μέσα απ' αυτή βγήκε ένας άνδρας ψιλός, γεροδεμένος και καλοστεκούμενος, ο Φίλιππος Δεβλέτογλου. Σχεδόν απέναντι του η Μελίνα η οποία έτρεμε και προσπαθούσε να το κρύψει. Την κοίταξε για μια στιγμή και απόρησε για το ποια είναι άραγε η όμορφη νεαρή εκείνη δεσποινίς. Άξαφνα πέρασε από δίπλα της ένα μηχανόβιος με γρήγορη ταχύτητα άρπαξε την τσάντα της και άρχισε να την τραβάει για να της την κλέψει. Η κοπέλα έβαλε τις φωνές.

«Βοήθεια!» φώναζε και έτρεμε το χτυποκάρδι της.

Ο Φίλιππος με το που την είδε έτρεξε να βοηθήσει. Άρπαξε και εκείνος την τσάντα και άρχισε να την τραβά καθώς τον στόλιζε με ένα σωρό επίθετα. Τελικά ο μηχανόβιος δεν κατάφερε να της την κλέψει και έφυγε μακριά σαν σφαίρα. Αμέσως ο Φίλιππος διέταξε τον σοφέρ του να μπει μέσα στη λιμουζίνα και να ακολουθήσει τον μηχανόβιο. Συναισθηματικά φορτισμένη η Μελίνα ξέσπασε σε κλάματα. Τότε ο Φίλιππος προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει. Πεσμένη στο πάτωμα την σήκωσε και την μετέφερε στο πλούσιο σπίτι του. Έχασε τα λογικά της μόλις πέρασε τα σιδερένια κάγκελα της εισόδου. Χιλιάδες ποικιλίες λουλουδιών στόλιζαν τον κήπο. Στα δεξιά της, μπλε τριαντάφυλλα. Τα αγαπημένα της. Είχε ένα σορό λουλούδια και δέντρα. Μερικά μέτρα πιο πέρα ένα σιντριβάνι. Κιόσκι, πέτρινοι διάδρομοι παντού. Πραγματικός παράδεισος. Μόλις μπήκαν μέσα δεν είχε τι να πει. Άφωνη συνέχιζε να παραμένει. Κάθισαν στο καθιστικό.

"Κάποτε θα σας την φέρω πίσω"Where stories live. Discover now