Ζωντανοί ή νεκροί

33 5 0
                                    

«A! Να και ο άνθρωπος που σου 'λεγα. Ο ένας και μοναδικός κηπουρός μου. Σε αυτόν οφείλω την φροντίδα του κήπου μου» τον δείχνει με το χέρι του παινεύοντας τον ... και συνεχίζει «πες μου Ερρίκο...»

«Γεια σας!» χαιρέτησε ο Ερρίκος και τον κοίταξε με το πιο σοβαρό της βλέμμα η Μελίνα. «Μελίνα ...; Εσύ;;;» ρώτησε έκπληκτός μόλις την αντίκρισε.

«Γνωρίζεστε;» αναρωτήθηκε ο Φίλιππος.

«Από μικρά παιδιά. Χαθήκαμε βέβαια σωστά Μελινάκι; Πόσα χρόνια έχω να σε δω.»

«Σωστά! Τι κάνεις; Πως είσαι;» απάντησε η Μελίνα ενώ προσπαθούσε να αλλάξει ύφος.

«Πολύ καλά. Εσύ; Να βγούμε καμία μέρα, να τα πούμε.»

"Προσποιούμουν. Πάντα προσποιούμουν. Ήταν η μόνη λύση. Σαν να περπατούσα σε ένα σκοτεινό μονοπάτι και μόλις είχαν ανάψει τα φώτα βρέθηκα σε μια κινούμενη άμμο και όσο προσπαθούσα να ξεφύγω άλλο τόσο βούλιαζα μέσα της. Άπραγη σε μια καλοστημένη παγίδα συνέχιζα να παραμένω. Δεν υπήρχε διαφυγή. Καμία έξοδος, καμία άλλη λύση. Λυπόμουν τους ανθρώπους που κορόιδευα μα έπρεπε να κάνω αυτό που πρέπει. Αυτό που μου έλεγαν ότι πρέπει." ...έλεγε από μέσα της ενώ κοιτούσε τον Φίλιππο που στεκόταν χαμογελαστός δίπλα της.

Συζήτησαν και έπειτα τους άφησε ο Ερρίκος και πήγε να τελειώσει με το κούρεμα του γκαζόν στην πίσω αυλή. Κανόνισε να συναντηθεί με την Μελίνα για καφέ μια απ' αυτές τις μέρες και αμέσως ο Φίλιππος σκέφτηκε πως θα ήταν ωραία να πήγαινε και εκείνος. Την συμπάθησε με την πρώτη ματιά. Ίσως ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή συμπάθεια... Και ενώ μετά από λίγο η Μελίνα ήταν να φύγει όπως και του είχε πει, ο Φίλιππος την συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα της έπαυλης του. Προσφέρθηκε να την μεταφέρει εκείνος με την λιμουζίνα του στην δουλεία που είχε αλλά εκείνη αρνήθηκε αμέσως. Της είπε να ξαναέρθει όποτε θελήσει στο σπίτι του και κάπως έτσι έκλεισε εκείνη η μέρα. Τον ευχαρίστησε και τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο ενώ συνάμα της χαμογελούσε.

Το επόμενο πρωινό ακούστηκε το χτύπημα της πόρτας στην κρεβατοκάμαρα του Φίλιππου. Χτύπησε, πήρε την άδεια να περάσει, μπήκε μέσα και του άφησε το πρωινό στο κρεβάτι όπως κάθε πρωί η υπηρέτρια του Ελπίδα. Ένας δίσκος με μεγάλη ποικιλία. Είχε κρουασάν, αυγό, τυροπιτάκια, φρυγανιές στρωμένες μια μία δόση σπιτικής μαρμελάδας από ρόδι, φυσικό χυμό πορτοκάλι, καφέ και γάλα. Κόντευε να ξεχειλίσει ο δίσκος του με τα τόσα φαγητά που είχε. Θα έλεγε κανείς πως ήταν υπέρ -αρκετά για ένα ανθρώπινο στομάχι. Πως ολόκληρο στρατό τάιζες με όλα εκείνα. Εκείνου όμως του φαίνονταν φυσιολογικά. Φυσικά αυτό δεν σήμαινε πως για να καταβρόχθιζε όλα αυτά είχε και κάποια παραπανίσια κιλά. Ίσα –ίσα, φρόντιζε πολύ την υγεία του σώματος του, έκανε καλή διατροφή και γυμνάζονταν τακτικά. Σαφώς και είχε και τον προσωπικό του γυμναστή, τον Λεωνίδα. Εξαίρετη προσωπικότητα. Μόλις άφησε τον δίσκο απ' τα χέρια της η Ελπίδα το αφεντικό της την ρώτησε αν έφτασε ο Ερρίκος. Ήθελε να του μιλήσει και περίμενε πως και πως την ώρα που θα ερχόταν για να δουλέψει.

"Κάποτε θα σας την φέρω πίσω"Where stories live. Discover now