Κεφάλαιο 4

15 5 2
                                    

*Μαρίνα*

Στάθηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου να τον περιμένω, ξαφνικά ένα χέρι με άρπαξε και τραβήχτηκα μακριά πανικοβλημένη, και τότε αντίκρισα μπροστά μου τον Γιάννη, έμεινα έκπληκτη να τον κοιτάζω έτσι όπως στεκομουν απέναντι του, άνοιξε τα χέρια του διάπλατα σε μια προκλητική αγκαλιά, περπάτησα και χώθηκα μεσα στην αγκαλιά του και τυλίχτηκαν γύρω του.. του πρόσφερα τα χείλη μου και ο Γιάννης με φίλησε παθιασμένα.
«Σε θέλω» μου είπε ψυθιριστά στο αυτί.
«Και εγώ σε θέλω» του είπα παιχνιδιάρικα.
Μπήκαμε μέσα στο ξενοδοχείο και έκλεισε το δωμάτιο και ανεβήκαμε επάνω, άνοιξα την πόρτα και έβαλα την κάρτα στην υποδοχή για να ανοίξουν τα φώτα κλείσαμε την πόρτα πίσω μας, άφησα την τσάντα μπροστά από την ντουλάπα που βρίσκονταν πίσω από την πόρτα και βρέθηκα απέναντι του και ο Γιάννης τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου.
«Είμαι όλο δική σου απόψε» πήγα να πω, αλλά ο Γιάννης μου έκλεισε το στόμα με τα χείλη του. Με σήκωσε στην αγκαλιά του και με οδήγησε στο κρεβάτι και βρεθήκαμε σε δευτερόλεπτα στο ξαπλωμένοι..
«Θελω τρεις μέρες να της περάσουμε μαζί» μου δάγκωσε απλά το λοβό του αυτιού μου.
«Αυτα τα ρούχα δεν έπρεπε να τα φοράς μην να τα αφαιρέσουμε;»  μου ψιθύρισε καθώς γλιστρούσε τα δάχτυλα του από κάτω για να μου τα βγάλει και εγώ ξεκούμπωνα το πουκάμισο του για να του το βγάλω, αναζήτησε τα χείλη μου και αφέθηκα στο πάθος του.

Αργότερα ανασήκωθηκε ο Γιάννης ακούμπησε την πλάτη του στο κεφαλάρι του κρεβατιού και εγώ έβαλα το κεφάλι μου στα πόδια του και συζητούσαμε για ώρες μιλούσαμε για της ζωές μας για τα παιδικά μας χρόνια τα τραύματα μας της φοβίες μας.

«Η μόνη μου φοβία από μικρή είναι πως φοβόμουν τους αστυνομικούς, τους γιατρούς, τους στρατιώτες»
«Γιατι τι έχουν; επάγγελμα είναι και αυτό τη φοβόσουν»
«Φοβομουν τους ανθρώπους που φορούσαν στολή ανεξαρτήτως επάγγελμα»
«Εμενα με φοβάσαι;»
«Ναι σε φοβάμαι» με μια κινηση του άρχισε να με γαργαλάει στην μέση μου και δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή.
«Στα.. στα..μα..τα σε παρακαλώ γαργαλιέμαι»
«Πες μου ότι θα σταματήσεις να με φοβάσαι» είπε
«Ενταξει δεν θα σε φοβάμαι» Του είπα και του πέταξα το μαξιλάρι στο πρόσωπο και σηκώθηκα από το κρεβάτι, και ήρθε και με έπιασε από την μέση μου και με έριξε στο κρεβάτι και ήρθε από πάνω μου και κράτησε τα χέρια μου δίπλα απο το κεφάλι μου και εγώ του έβγαλα την γλώσσα, με φίλησε παθιασμένα και πήγαμε για τρίτο γύρο. Αργότερα ντυθήκαμε και πήγαμε μια βόλτα στην Αριστοτέλους και βγάλαμε φωτογραφίες με το δικό μου κινητό για να έχουμε κάτι κοινό μεταξύ μας.

Christmas in ThessalonikiWhere stories live. Discover now