Δεσμώτες

102 1 0
                                    

«Είμαστε σε μια φυλακή και κανείς δεν το βλέπει. Μόνο η αγάπη μας μπορεί να μας ελευθερώσει.»

Διάβασε στις υπογραμμισμένες αράδες του σεναρίου που είχε παρατήσει στο στρώμα. Δεν έμοιαζαν καθόλου με πριν κι ας ήταν ολόιδια αυτά τα λόγια. Πλέον τ' άκουγε στο κεφάλι της με τη φωνή του.

Μια ανάγκη να το σκίσει αυτό το χαρτί. Να το κάνει κομμάτια. Να τα σκορπίσει απ' το παράθυρο και να τ' αφήσει να πετάξουν, να γκρεμιστούν, να γίνουν λίπασμα για τη γη. Να ποτίζει αναίτια το στέρφο χώμα κάθε μέρα. Να δει την άνοιξη αν θα φυτρώσει λεύκα, πλάτανος ή τσουκνίδα. Ούρλιαζε μέσα της ανυπόμονα αυτή η επιθυμία. Ξέσπαγε, έβραζε, να κάψει το μυαλό της να μην τραγουδά πια στο ρυθμό της καρδιάς του.

Μα υπήρχε και μιαν άλλη. Που έτρεχε σα ρυάκι και μπλέκονταν στις τούφες των μαλλιών της. Εγκατέλειπε το κρανίο της και κυλούσε γάργαρη πίσω απ' το αφτί της. Τύλιγε το λαιμό της. Μισή κατάπινε, μισή ανέπνεε κι όλη μαζί γινόταν ένα και βούλιαζε στην καρδιά της, κυλούσε στο αίμα της. Πώς έγινε κι ήταν τόσο διαφορετικά αυτά τα λόγια απόψε; Πως έγινε κι αγάπησε χίλιες φορές τον ήχο τους όταν έβγαιναν απ' το στόμα του, μα κι απ' το δικό της;

Γιατί έβλεπε κάθε της συλλαβή ν' αποκρίνεται σ' ένα του κοίταγμα. Τον έβλεπε να στέκεται στο ημίφως διπλωμένος - και θα 'ταν τόσο άβολο για το ύψος του- και να τη χαζεύει με βλέμματα σαν το τελευταίο που της χάρισε απόψε. Όχι εκείνο της διαβεβαίωσης πως δε θα οδηγήσει... Το άλλο. Αυτό το κουρασμένο, που το ακούμπησε για κλάσματα πάνω της να δροσίσει τη δίψα του, να ταΐσει την πείνα του, να δέσει τα τραύματά του. Αυτό το ύπουλο που έκανε πως δε το 'δε κι όμως το φύλαξε τόσο καλά μέσα στις λέξεις και πρόλαβε να το φανταστεί χίλιες φορές να περνάει απαρατήρητο, φευγαλέο πίσω απ' τις θέσεις του θεάτρου. Να λοιδορείται πως είναι λύκος και να ζαρώνει σαν αμνός.

«Είμαστε σε μια φυλακή...» ξεκίνησε να απαγγέλλει και βρόμαγε το χνώτο του ουίσκι, έτρεμε το χαμόγελο και τα χείλη του απ' τη ζάλη. Κι όμως αυτές τις λέξεις τις επιστράτευσε πρόθυμα το μυαλό του, τόσο που ήταν περισσότερο από άξιο προσοχής κι εντύπωσης. Ο Κωνσταντής που ήξερε δε θα κατάφερνε ποτέ να απομνημονεύσει τόσα λόγια ακούγοντάς τα μόνο μια φορά κι αυτό λες κι έκλεβε τον ήχο τους. Όχι δε θα το κατάφερνε ποτέ. Εκτός αν ήταν δικά της.

Το πρωί όλα ήταν δύσκολα. Η σκηνή, οι λέξεις. Κι αν το 'κανε καλά ήταν μονάχα γιατί έσφιξε, τακτοποίησε κάθε κύτταρό της. Τα ξεζούμισε, να βγάλουν συναίσθημα, να προσποιηθούν πως νιώθουν. Μα αυτή τη στιγμή ήξερε πως θα μπορούσε να παίζει για ώρες αυτές τις ιδέες αράδες. Γνώριζε, καταλάβαινε αυτή την ατάκα καλύτερα από το ίδιο το μυαλό που τη γέννησε. Γιατί τα σίδερα της φυλακής τα είδε απόψε στα μάτια του. Τα άκουσε στο «δεν ξέρω» του, όταν τον ρώτησε, γιατί ήρθε. Τα είδε όταν το χέρι της κόλλησε στο λαιμό του και του απαγόρεψε ένα τέταρτο φιλί.

«Κωνσταντή γιατί; Γιατί το κάνεις αυτό;»

Μα ποιος φυλακισμένος δεν ψάχνει την ελευθερία του;

Στην ίδια φυλακή ήταν κλειδωμένοι, σε αντικριστά κελιά. Στέκονταν πάντα γυρισμένοι πλάτη. Δεσμώτες του παρελθόντος.

«...και κανείς δεν το βλέπει» Όχι, κανείς δε το βλέπει. Κοιτούν τον τοίχο γιατί δεν αντέχουν στο οπτικό τους πεδίο ούτε μια υπόνοια μορφής του άλλου, αν αυτή δεν είναι στην αγκαλιά τους. Όμως εκείνος γύρισε και την είδε απόψε κι η τιμωρία τους ήταν το κλειδί για τα δεσμά τους, που μπλεκόταν στα χέρια της.

«... μόνο η αγάπη μας μπορεί να μας ελευθερώσει.» κι αλήθεια. Η αγάπη της απόψε βογκούσε στα σπλάχνα της, που τον εγκατέλειψε. Όχι, δε μπορούσε να τους ελευθερώσει. Μπορούσε όμως να τους τιμωρήσει, μ' αυτό το κλειδί, με μια εφήμερη αγκαλιά, μια ανθρώπινη συμπαράσταση.

Έφυγε, δείλιασε. Μα τώρα που ο μικρός είχε τελειώσει το γάλα του και ήδη κούρνιαζε στο στήθος της Ασημίνας κι οι δυο τους κοιμόντουσαν στο ανώι, τώρα ήταν η ευκαιρία της να δοκιμάσει το λουκέτο των κελιών τους. Αν ήταν ακόμη στην αυλή, θα τον φρόντιζε για εκείνο το βράδυ και θα κανάκευε την καρδιά του, που ήταν κομμάτι της κι όσο την ταλαιπωρούσε, τόσο έσφαζε δική της σάρκα. Αν ήταν ακόμη έξω, θα ήταν οιωνός της φύσης, απόφαση του ανέμου που στέγνωσε τα δάκρυά τους και κρίση του χώματος, που βεβηλώθηκε με τα αντίθετά τους βήματά. Αν ήταν ακόμη έξω, είχε δικαίωμα να χρεώσει τα πάντα στη μοίρα.

ΔεσμώτεςWhere stories live. Discover now