1.

7 1 0
                                    

Κρατούσα την αναπνοή μου.
Προσπάθησα μέσα σε όλη αυτή την ησυχία να αφουγκραστώ.
Τίποτα.
Έκλεισα εντελώς και τα μάτια μου.
Τίποτα.
Τότε χάθηκα στο μακρινό κόσμο των χαοτικών μου σκέψεων.
Μέσα σε όλη την αφηρημάδα των ονείρων μου,τα καταπράσινα λιβάδια του μυαλού μου, την τριανταφυλλένια χιονοστιβάδα της ευαίσθητής μου καρδιάς...
"Valencia!Valencia! Σε φωνάζω τόση ώρα...βγες απ το νερό επιτέλους!»
Αμέσως εμφανίστηκα στην επιφάνεια του ποταμού και η ματιά μου διασταυρώθηκε με αυτή της μητέρας μου.
«Αχχ πεισματάρικο παιδί. Βγες γρήγορα από εκεί μέσα και τρέχα να ετοιμαστείς...»
Σέρνοντας απρόθυμα το σώμα μου στην επιφάνεια την κοίταξα με καχυποψία. Όταν βγήκα, έπιασα το λινό μου φόρεμα απ το κλαδί της μεγάλης αμυγδαλιάς και βάλθηκα να προσπαθώ να το προσαρμόσω στο βρεγμένο μου σώμα.
«Για αυτή η βιασύνη μαμά; Έγινε κάτι;»
«Όχι κόρη μου τι λες...»
Ήταν εμφανέστατο πως δεν την πίστεψα.
«Να είναι απλώς ότι...ήρθανε πιο νωρίς απ όσο υπολογίζαμε..»
«Μη μου πεις...» το ένα μου χέρι ξαφνικά έχασε το δρόμο του για το μανίκι του φορέματος.
Και ξαφνικά τα μεγάλα,πράσινα μάτια με χρυσές λεπτομέρειες της μητέρας μου,πνίγηκαν σε δάκρυα...την πλησίασα και κρατώντας τη σφικτά στην αγκαλιά μου,καθίσαμε κάτω στο νωπό χώμα.
«Θα σε πάρουν από εμένα! Θα σε πάρουν μακριά και δεν έχω ιδέα για ποσό καιρό! Και αν δε γυρίσεις ; Αν σου συμβεί κάτι ; Οι αδίστακτοι οι εχθροί χτυπάνε πολύ συχνά τα νοσοκομεία..» θρηνούσε και μονολογούσε ενώ εγώ της ψιθύριζα λόγια παρηγοριάς.
«Μαμά ηρέμησε...το ξέρω πως σχεδιάζαμε να φύγω μακριά πριν έρθουν στο χωριό μας και μαζέψουν τις κοπέλες...αλλά σκέψου...σκέψου ότι θα είναι απλά μια σύντομη περιπέτεια και ο Θεός δε φαίνεται να θέλησε να ξεφύγω απ αυτή...»
Μα ούτε αυτά τα λόγια μου την καθησύχασαν. Αντίθετα,γέννησαν νέο κύκλο δακρύων. Και ήταν άλλωστε λογικό.
Υπήρχε πόλεμος.
Οι συνθήκες ήταν δύσκολες.
Οι τραυματίες πολλοί.
Και κανένας δεν ήθελε να βγει πλέον απ τις κρυψώνες του για να βοηθήσει.
Αποφάσισε το κράτος λοιπόν, να επιστρατεύσει όλες τις νοσοκόμες και τους γιατρούς που μπορούσε να βγει παση θυσία.
Και μπορεί να ήταν όντως επικίνδυνο,ειδικά με μια αντίπαλο όπως η χώρα της Αλάνσια που είναι πολλαπλές φορές μεγαλύτερη και ισχυρότερη από την δίκη μας, Περάδ. Μπορεί η μητέρα μου να αισθανόταν κάτι παραπάνω από φόβο κάθε φορά που απλά με άφηνε να πάω μέχρι το ποτάμι δίπλα στο σπίτι. Όμως εγώ, ήμουν η γενναία αυτής της οικογένειας. Πάντα ήμουν. Αν λοιπόν έκανα πίσω μέχρι τώρα δεν ήταν εξαιτίας του φόβο, αλλά εξαιτίας της αγάπης μου για τη μητέρα μου, αφού
έχασε ήδη τον άντρα της, τους δυο από τους τρεις γιούς της και τη μία της κόρη σε αυτό τον αξιοθρήνητο πόλεμο. Η Saoirse, o Emris, o Masen και ο πατέρας μου. Όλοι είχαν χαθεί μέσα σε διάστημα δύο ετών.
Μπορούσα λοιπόν να κάνω δύο πράγματα.
Ή αναμένω καρτερικά το δικό μου θάνατο.
Ή να βοηθήσω έστω στο ελάχιστο που μπορώ, να σταματήσω αυτή την καταστροφή.
Το πρώτο για μένα δεν αποτελούσε επιλογή.
Και για το δεύτερο...είχα ένα μάλλον ανόητο αλλά βάσιμο σχέδιο.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Apr 27 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Unknown Where stories live. Discover now