Τα ερείπια του Ούλιτζαρ/part 1

49 11 44
                                    

΄΄Δάση χρυσά δίχως απανεμιά, τα φύλλα του Φθινοπώρου στροβιλίζουν. Λιβάδια μοσχομυριστά, μενεξεδιά, το Ίστχολοου στολίζουν. Στα μελωδικά πηγάδια πλήθος συρρέουν οι κορασίδες, το βλέμμα τους περήφανο, το κορμί λυγερό εμπρός στην Αρχοντιά του όρους Ούλιτζαρ, που αγάπη αιώνια διατυμπανίζει στα πέρατα του κόσμου, είτε αστράφτει, είτε χιονίζει΄΄

Τόλβινστεν, αγνώστου τραγωδοποιού, αφιερωμένο στην ομορφιά του Ίστχολοου

Ο Μόρτε εντελώς σιωπηλός, κοίταξε στα αριστερά του. Πίσω από τη μικρή νησίδα που φιλοξενούσε την Ιερή ελιά, της οποίας τα φύλλα στραφτάλιζαν, βρίσκονταν τα δωμάτια του αναρρωτηρίου. Δίχως να τους πει λέξη, μιας που δεν τον απασχολούσε κιόλας, κατευθύνθηκε προς το μέρος από όπου λάμβανε μία μαύρη ενέργεια. Ο Μόρτε είχε και με το παραπάνω τη δυνατότητα να αισθάνεται κάθε είδος μαγείας και πολύ περισσότερο, τη δαιμονική. Σαν αόρατο, νήμα, σαν αχνός εβένινος καπνός, τον καλούσε να ακολουθήσει την πορεία, μέχρι που βρέθηκε σε ένα δωμάτιο, τυλιγμένο στο μισοσκόταδο. Ευθεία μπροστά, βρισκόταν μία σχετικά μεγάλης ηλικίας γυναίκα, η οποία προσπαθούσε να ανακουφίσει μία κοπέλα με πυρόξανθα μαλλιά. Θα τα αναγνώριζε οπουδήποτε, τόσο έντονο ήταν το χρώμα τους. Οι υπόλοιποι, τον ακολούθησαν απολύτως σιωπηλοί, ωστόσο δεν εισήλθαν στο αναρρωτήριο. Ο Μόρτε κοίταξε την κοπέλα. Το δέρμα της είχε χλομιάσει και οι φλέβες της διαγράφονταν με ένα αρρωστημένο χρώμα. Ο Μόρτε αντιλήφθηκε αμέσως πως ήταν δαιμονική ενέργεια που είχε εισχωρήσει στον οργανισμό της σαν δηλητήριο. Πολλές φορές, όταν βρισκόταν στο Μάλλοουζ, ένιωθε την απειλή αυτών που τον διεκδικούσαν με μανία σαν να τους ανήκε. Ίσως αυτή η αύρα να ευθυνόταν για το γεγονός πως κανένας δεν τον είχε επιλέξει. Αυτή και η δυσκαμψία του σε ό,τι αφορούσε τα συναισθήματα.

Άπλωσε το χέρι του και με το ένα δάχτυλο, άγγιξε τον καρπό της. Οι φλέβες της ξεκίνησαν να πάλλονται και το χρώμα το αρρωστημένο να αποτραβιέται σαν το κύμα της θάλασσας, που δεν είχε σκοπό να ανταμώσει ποτέ ξανά με την ακρογιαλιά. Το υγρό ακολουθούσε κοινή πορεία μέχρι το δάχτυλό του, ώσπου αργά εξαφανίστηκε και το σώμα της επανήλθε στο φυσιολογικό. Τα ολόμαυρα μάτια του, επανήλθαν και αυτά, εμφανίζοντας τα λευκά τους σημεία. Έκανε ένα βήμα πίσω, δίχως να συσπάται το πρόσωπό του από κάποια ένδειξη συναισθήματος. Την είδε να ανοίγει αργά τα μάτια της, ώσπου το πρόσωπό της υιοθέτησε μία γκριμάτσα φόβου και απορίας.

ΜΟΡΤΕ #SSBC24Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ