Γουίλοου Γκροβ/part 2

80 9 64
                                    

Η έκφρασή του έμοιαζε σαν να τους ζύγιζε. Από το βάθος ξεπρόβαλε η Χάττη, πηγαίνοντας στην ομάδα του Βιν, Ο Μόρτε παρατήρησε το βλέμμα της να αλλάζει, μόλις αντίκρισε τον νεαρό Ντάρρεν. Όφειλε να παραδεχτεί, πως ήταν όμορφος, ίσως εντυπωσιακός. Όμως ήταν Κυνηγός και γιος του Τζάρεθ και η ίδια δεν ήθελε περισσότερους λόγους για να τον αντιπαθήσει. Οι Τοξότες και οι Ξιφομάχοι ετοιμάστηκαν, με τον κύριο Γκαλ να διαφωνεί ως προς τη συμμετοχή του Μόρτε, σε ένα μέρος σαν το Γουίλοου Γκροβ. Κατά βάθος, πίστευε πως ήταν παγίδα, ένας τρόπος για να τον τεστάρουν. Ο ποταμός Βάλντεν, που χυνόταν δυτικά, θα τους μετέφερε μέσα από το Σκυφτό Δάσος, στους καταρράκτες που ονομάζονταν Κατάρα. Κάπου εκεί βρίσκονταν τα σύνορα και οι δαιμονικές παρουσίες που καραδοκούσαν πλήθαιναν. Ο Τζάρεθ έδωσε το σήμα. Οι μαυροφορεμένοι Τοξότες με τους σκιερούς νεκρομάντεις ξεκίνησαν. Πίσω τους ακολουθούσαν οι ξιφομάχοι με τις κυπαρισσένιες στολές τους. Οι βάρκες ήταν φτιαγμένες από σκούρο, λουστραρισμένο ξύλο για να μην τραβούν την προσοχή.

Η Ζένυα μπήκε μέσα, μαζί με την ομάδα της αποτελούμενη από πέντε άτομα, τον Τζάι και τον Μόρτε που κάθισε μπροστά. Στην διπλανή εισήλθε ο αδερφός της με τον Έζρα, τον Ντάρρεν, τη Χάττη και ακόμη δύο.

«Είσαι έτοιμη σκιερή μάγισσα;» την προκάλεσε ο Ντάρρεν, ο οποίος αισθανόταν το πυρακτωμένο της βλέμμα στην πλάτη του.

«Πιο έτοιμη από ποτέ θνητέ δολοφόνε» του απάντησε και η βάρκα γλίστρησε στα ήρεμα νερά του Βάλντεν, με τη νύχτα να έχει σκεπάσει την Έμερφελ.

Ο κόσμος όμως μακριά από την λευκή εκκλησία και τη Φρέιμουρ, ήταν μαγικά όμορφος και κάποτε ανήκε σε όλους. Ό,τι και να έκανε ο Τζάρεθ, η μαγεία ήταν συνυφασμένη με τον τόπο αυτόν και μάλιστα, απολύτως φυσιολογική. Κάτι τέτοιο το διέκρινες από τη φτερωτή ουρά των βαλ, πουλιών φλογερών, στο μέγεθος ενός μεγάλου παπαγάλου, που έλαμπαν στο σκοτάδι, τραγουδώντας, έναν υπέροχο σκοπό. Ο Μόρτε τα χάζευε, μην έχοντας επίσης απομακρυνθεί ποτέ του από την περιοχή της Φρέιμουρ. Δεν επιθυμούσε ούτε να στρέψει το κεφάλι του προς τα πίσω, παρόλα αυτά αισθανόταν το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Σε μία βδομάδα ενηλικιωνόταν και πλέον δεν θα τα περνούσε μοναχικά και μίζερα, όπως κάθε χρόνο που ξέκλεβε ώρες τα βράδια για να φάει το κομμάτι της τούρτας του, παρέα με τους πεθαμένους του Ολντ Φόρεστ και με τον θετό αδερφό του τον Μπράντον. Για την ώρα όμως, χάζευε την πυκνή βλάστηση, προσπαθώντας να ξεχάσει πως βρισκόταν και η κοκκινομάλλα στην ίδια βάρκα.

ΜΟΡΤΕ #SSBC24Where stories live. Discover now