~Επιτελους ηρθες σπίτι~

100 5 4
                                    

-Επιτέλους ήρθες σπίτι;

-Πες μου είμαστε μόνοι;

-Ναι ο Λουκας βγήκε για έναν καφέ.

Ευτυχώς Παναγία μου.  ΒΈΒΑΙΑ ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΥΤΟ;

-Θα μιλήσεις η θα με σκάσεις ρε Αλεξ τι σε ήθελε ο κύριος καθηγητής;

-Τίποτα δεν με ήθελε ρε Κιμωνακο μου.

-Τότε τι κάνατε τόση ώρα μου λες;

-Κάναμε αυτό που φαντάζεσαι για 2η φορά μέσα στην ίδια εβδομάδα.

-Αχ, βλέπω να αλλάζουμε ξανά καθηγητή και σύντομα.

-ΜΗΝ ΤΟ ΓΡΟΥΣΟΥΖΕΥΕΙΣ ΡΕ ΚΙΜΩΝΑΚΟ.

-Θέλω μόνο να προσέχετε,τίποτα άλλο.

-Ξέρω ότι είναι άκρως επικίνδυνο όλο αυτό, αλλά νομίζω πως δεν μπορεί να το ελέγξει πλέον.

ΩΧ, ΑΜΑΝ ΖΗΤΩ ΠΟΥ ΚΑΉΚΑΜΕ ΡΕ!

-Τέλος πάντων έχω μακαρόνια στην κατσαρόλα θα φας;

Εγνεψα θετικά και πήγα στην κουζινα, κατασπαραξα ένα ολόκληρο βαθύ πιάτο.

-Λοιπόν τι σκοπεύεις να κάνουμε απόψε;

-Τιποτα απολύτως, θα πάω να ξαπλώσω είμαι κομμάτια εγώ.

-Καλά πήγαινε και θα έρθω αργότερα

Είπε ο Κίμωνας, εγώ όχι απλός ξάπλωσα αλλά κοιμήθηκα του καλού καιρού ως το πρωί. Ξύπνησα και ο Κίμωνας έλειπε από το κρεβάτι.

Πήγα προς την κουζίνα και άκουσα φωνές.

-Καλημέρα σας!

Ωχ η Νατάσα, δεν θα το αντέξω αυτό.  Γιατί σε εμένα θεέ μου;

-Καλημέρα και σε σένα Αλεξ, μην πεις λέξη.

-Καλά θα τα πούμε αργότερα, πάω μια βόλτα.

Είπα και έφυγα άρον άρον,δεν αντέχω να είμαι στον ίδιο χώρο με εκείνην το έχετε καταλάβει νομίζω σωστά;

ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΠΕΡΣΙΝΑ ΞΥΝΑ ΣΤΑΦΎΛΙΑ, ΑΛΛΑ ΧΕΣΤΗΚΑ!

-Καλημερα, κάθισε αν θες.

Μου φώναξε ο Λουκας που έπινε τον καφέ του. Εγώ εγνεψα θετικά και πήγα και έκατσα.

-Του ειπα να μην την φέρει σπίτι αλλά εμένα δεν με ακούει.

-Δεν πειράζει, δικαίωμα του να κάνει ότι νομίζει με την προσωπική ζωή του.

-Ναι δεν αντιλέγω ρε Αλεξ, όπως και εσύ κάτι πρέπει να κάνεις με την προσωπική σου ζωή, όχι μόνο διάβασμα συνεχώς.

-Ας μην το συζητήσουμε καλύτερα αυτό.

-Υπό άλλες συνθήκες θα ήθελες να το συζητήσουμε ομως; ποτέ δεν ξέχασα πόσο με ήθελες κάποτε.

-Όπως το είπες κάποτε Λουκα.

-Έλα ρε Αλεξ δώσε μου μια ευκαιρία, ακόμη μετανιώνω τότε για το άκυρο που σου έριξα.

-Άκου να σου πω, βγήκα έξω για να ηρεμήσω όχι για να με ζαλισεις εσύ, ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;

Είπα φωνάζοντας σαν παλαβη, τότε ένας τύπος που διάβαζε εφημερίδα πετάχτηκε επάνω μας κοίταξε καλά καλά, άφησε την εφημερίδα και ήρθε προς το μερος μας.

ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ, Ο ΝΙΚΟΛΑΣ! ΒΑΣΤΑΤΕ ΤΟΥΡΚΟΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ!

-Τι συμβαίνει εδω; αστην ήσυχη σε παρακαλώ πολύ, ή μήπως θες να στο κάνω ποιο λιανά;

Ειπε και πιάστηκαν στα χέρια, ευτυχώς πρόλαβα να τους χωρίσω.

-Και εσένα τι σε βαλαμε δικηγόρο της; Να ξέρεις δεν τελειώσαμε ρε!

Ειπε πετώντας λεφτά για τον καφέ του και εξαφανίστηκε.

-Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ!

Είπα και τον αγκαλιασα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΑΧ, Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙΆ! ΠΑΝΤΑ ΕΜΦΑΝΊΖΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ΠΡΈΠΕΙ Ή ΜΗΠΩΣ ΟΧΙ;

Ο ΝΕΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ