Chapter 4

641 25 9
                                    

Bruna's pov

Είχε ξημερώσει μια όμορφη μέρα, Κυριακή.Στους δρόμους του Λονδίνου δεν υπήρχε αρκετός κόσμος.
Στο σπίτι του πλούσιου επιχειρηματία οι δυό νεαρές είχαν μόλις ξυπνήσει.
«Το κεφάλι μου με πεθαίνει» παραπονιέται με την αγγουροξυπνημένη φωνή της η Bruna σφίγγοντας τα μάτια της που είχαν γίνει μαύρα,εξαιτίας του χθεσινού βαψίματος που δεν έβγαλε, λόγο του οτι μόλις μπήκε στο δωμάτιο της έπεσε με τα μούτρα στο μαλακό κρεβάτι της.Η φίλη της Tina είχε ξαπλώσει δίπλα της μιας και έχει χώρο στο κρεβάτι.Kαι οι δυό τους φορούσαν τα χθεσινοβραδινά ρούχα τους.Η Bruna είχε ξεκουμπώσει το τζιν σορτσάκι που ένιωθε να την σφίγγει λίγο με αποτέλεσμα να φαίνεται λίγο το μαύρο εσώρουχο της.
«Λογικό Bruna μου» ακούστηκε η Tina μέσα απο το χουζουρικο χασμουρητό της.Δίνοντας ώθηση στον κορμό της η ζαλισμένη κοπέλα καταφέρνει να φέρει το σώμα της στα πόδια της κάθοντας απλά έτσι.Αναστέναξε και σιγά σιγά έσπρωξε με τα χέρια της και βρέθηκε όρθια να στέκεται μπροστά απο τον καθρέφτη της.Φορούσε μονάχα την μια κάλτσα της,προφανώς η άλλη θα της έφυγε στον ύπνο.Γύρισε το βλέμμα της στην Tina η οποία την παρατηρούσε με μισάνοιχτα μάτια ξαπλωμένη ακόμα.
«Πως είμαι έτσι ρε;» είπε ελαφρώς σοκαρισμένη η Bruna πιάνοντας τα μαλλιά της που είχαν γίνει κουβάρι.Οι μπούκλες της είχαν μπερδευτεί και είχαν φουντώσει, χρειάζονται επειγόντως λούσιμο και ξεμπέρδεμα..

Justin's pov

Στο σπίτι του καστανόξανθου νέου με τα μελί μάτια επικρατούσε ησυχία.Μονάχα αυτός και ο πρωινός του καφές στην μικρή και μοντέρνα κουζίνα του.Μόλις με 3 ώρες ύπνου ήταν έτοιμος να ευχαριστήσει τον εαυτό του αλλά και το αφεντικό του.Δεν του αρέσει η πρωινή δουλειά.Προτιμάει το βράδυ,τον βοηθάει το σκοτάδι.Αλλά δεν πειράζει, θα νιώσει την ευχαρίστηση που του προσφέρει και θα πληρωθεί κιόλας, αρκεί να το κάνει σωστά..Τσεκάρει το χρυσό ρολόι του βλέποντας πως η ώρα είχε φτάσει και έπρεπε να φύγει.
Στο μαύρο αυτοκίνητό του, στο ντουλαπάκι του συνοδηγού,κρύβετε ο καλύτερός του φίλος και συνάδελφος.
Μπαίνει μέσα και βάζει μπρος δίχως να χάσει άλλο χρόνο.Ενώ απομακρυνόταν απο το σπίτι του ένιωσε το κινητό του να δονήτε.
«Πηγαινεις;» ρώτησε αμέσως ο γνωστός David.
«Μόλις ξεκίνησα» του απαντά έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του στον δρόμο.
«Κοίτα να γίνει διακριτικά η δουλειά.Ξέρει oτι πας να του μεταφέρεις ενα μήνυμα απο μένα.Δεν γνωρίζει πως ξέρω τι έχει σκοπό να κάνει.»
«Δεν γνωρίζει επίσης τι έχω εγώ σκοπό να κάνω» είπε με υπονοούμενο ο Justin κλείνοντας το τηλέφωνο.Μόνο στην σκέψη ότι θα σκοτώσει του ερχετε το γνωστό χαμόγελο ευχαρίστησης που πρέπει πάντα.
Κάπως οδηγούσε σκεπτόμενος την διαδρομή στο μυαλό του μπήκε χωρίς άδεια η όμορφη κοπέλα που είδε στο club το περασμένο βράδυ.Κατσουφιάζει στο γεγονός ότι την σκέφτηκε προσπαθώντας μάταια να σκεφτεί κάτι άλλο.Διάφορα ερωτήματα περνάν από το μυαλό του..Ήθελε να μάθει το όνομα της.
Παύει να σκέπτεται όταν πατά απότομα το φρένο.
«Γαμωτο» λέει γυρνώντας τον κορμό του να κοιτάξει πίσω και κάνει όπισθεν.Είχε συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να στρίψει αριστερά λίγο πιο πριν.
Πάλι καλά που ήταν μόνος στον δρόμο,αλλιώς δεν θα μπορούσε να πάει πίσω.Στρίβει στο στενό οδηγώντας λίγα ακόμα μέτρα ώσπου φτάνει σε μια μονοκατοικία με ένα χαριτωμένο κήπο.Παρκάρει πρόχειρα το αυτοκίνητό έξω από την είσοδο του σπιτιού και βγάζει το όπλο με τον σιγαστήρα από το ντουλαπακι και το κρύβει μέσα στο μαύρο δερμάτινο jacket που φορούσε.Του πήγαινε πολύ και ήταν το αγαπημένο του.Κλειδώνει, και κοιτάει το μέρος γύρω του.Δεν υπάρχουν πολλά σπίτια κοντά.Μια μεγάλη παιδική χαρά στην οποία φαίνεται να έχει πατήσει το ποδι του παιδί αρκετό καιρό.Χαμογελά, φτιάχνοντας με το χέρι του τα μαλλιά του περνώντας τα δάχτυλά του ανάμεσα τους σαν να είναι χτένα.Ανοίγει την πόρτα του κήπου προχωρώντας στην βεράντα ανεβαίνοντας τρία σκαλοπάτια.Στην λευκή πόρτα δίπλα υπήρχε το κουδούνι με το όνομα Simpson McClendon.Δίχως δεύτερη σκέψη το πατάει.Σε λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα ανοίγει και ο Justin αντικρίζει εναν άντρα με μαύρα μαλλιά ηλικίας κάπου στα 38-40.Του χαμογελάει και του λεει.
«Εσύ έρχεσαι για τον Henry;»
«Ναι» λέει παριστάνοντας τον χαρούμενο για την συνάντηση τους.
«Justin ονομάζομαι» δεν έλεγε ολόκληρο το όνομα του, μονάχα αν του συζητούσαν.
«Πέρνα μέσα Justin, εγώ είμαι ο Simpson.» είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.Ήταν καλοντυμένος με τα παπούτσια του,έτοιμος να πάει κάπου.Ο Justin εχει μπει μέσα και περιπλανιέται στον χώρο εξετάζοντας κάθε γωνία και ακούγοντας αυτά που άρχισε να του λέει ο Simpson.
«Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω μπορείς να μου πεις στα γρήγορα τι το σημαντικό θέλει να μου μεταφέρει ο David γιατί πρέπει να πάω να πάρω την ανιψιά μου από το κέντρο.» Δίχως υποψίες λέει ευγενικά στον Justin ο οποίος γυρνά και τον κοιτάει κατάματα.Είχε απόσταση απο κείνον.
«Η ανιψιά του δυστυχώς θα περιμένει παααρα πολύ» λέει αδίστακτα στον άντρα ο οποίος συναντά ένα μεγάλο ερωτηματικό σε αυτό που του είπε.
«Ορίστε;» ρωτάει με ένα πιο σοβαρό τόνο στην φωνή του.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jul 05, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Bad Boy | Justin Bieber FanfictionWhere stories live. Discover now