Δίχως καρδιά / part 3

35 9 48
                                    

Τα πόδια του είχαν βγάλει σχεδόν φτερά, όταν έφτασε σε ένα σημείο όπου κυριαρχούσε η παρουσία απέραντων λιβαδιών με στάχυα. Έμοιαζαν με λιβάδι χρυσού, έτσι όπως ανέμιζαν γαλήνια, παραδομένα στο ψυχρό αεράκι. Ο ουρανός μπροστά του, παιχνίδιζε με τα χρώματα και τα σύννεφα, όταν ένα κοράκι τον διέσχισε πάνω από το κεφάλι του.

«Φύγε!» το διέταξε «Δεν έχω καμία όρεξη» ακούστηκε σχετικά βροντερή η φωνή του, κάνοντας το πτηνό να πετάξει μακριά κρώζοντας.

Το κακό όμως ήταν πως ήθελε να φύγει μακριά και ο ίδιος. Μακριά από όλους, μακριά από αυτή τη γη στην οποία δεν ταίριαζε. Γιατί ήταν κάτι άλλο. Κάτι που δεν έφερνε ζωή μιας και ο ίδιος δεν είχε. Κοίταξε ευθεία μπροστά την πέτρινη γέφυρα που οδηγούσε στο Ντέντγουολ. Έμοιαζε με νησί που το έκρυβαν τα σύννεφα της ομίχλης, ένας κόσμος ξεχασμένος με τους συνοριοφύλακες να βρίσκονται πάντοτε σε ετοιμότητα να ελέγξουν όσους έμπαιναν ή έβγαιναν. Από μακριά άκουσε βήματα και είδε τη Ζένυα να τον πλησιάζει. Η οργή του φούντωσε περισσότερο. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν, ήταν κάποιον να κρίνει όσα είδε μόλις πριν λίγα λεπτά. Και εκείνη δεν την ήθελε κοντά του.

«Μόρτε!Μισό λεπτό»Σταμάτησε απρόθυμα. «Τι ήταν αυτό εκεί πίσω;»

«Πήγαινε κάρφωσέ το στον Τζάρεθ» της απάντησε ψυχρά.

Για λίγο, αισθάνθηκε έναν πόνο στο στήθος, δίχως να αντιλαμβάνεται τον λόγο, εκτός από το προφανές. Πως μισούσε τελικά όσο τίποτε αυτόν τον αλαζονικό νεαρό και πως τη μισούσε και εκείνος. Παρά το γεγονός πως θα βρίσκονταν στην ίδια ομάδα, περιθώρια να έκαναν ανακωχή δεν υπήρχαν, μα έπρεπε να καλλιεργήσουν τις συνθήκες συνεργασίας, έστω και τυπικής. Άφησε την οργή της να καταλαγιάσει, παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Τον κοίταξε στα μάτια και απλά του είπε αργά και σταθερά.

«Μπορείς να με αποκαλέσεις πολλά πράγματα, μα σίγουρα όχι καρφί. Καθώς θα βρισκόμαστε στην ίδια ομάδα, θα πάμε μαζί στο Γουίλοου Γκροβ. Γνωρίζω πως θα το επιχειρήσεις, ασχέτως εντολών από τον κύριο Γκαλ. Θα τα πούμε στην Γκόστον, καθώς θα αιτηθώ και εγώ να πάω» του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε.

Έμεινε ολομόναχος, παραδομένος στο αεράκι του λυκόφωτος. Τα στάχυα χόρευαν μπροστά του, λυγερόκορμα, ολόξανθα, προσδίδοντας μία γλυκάδα στον ορίζοντα. Τι έγινε στο παρελθόν; Ήταν πιο βέβαιος από ποτέ, πως η οικογένειά του σχετιζόταν με αυτό. Ο ίδιος δεν ήταν απλώς ένας νεκρομάντης. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι που επίσης δεν ανήκε στην οικογένεια των Αγγέλων ή εκείνη των Δαιμόνων. Ανήκε στον ίδιο τον Θάνατο, ήταν ο θάνατος. Οι δυνάμεις του ήταν απεριόριστες, πλαισιώνοντας τελικά ένα πλάσμα σκοτεινό, όπως ο ίδιος. Κάθισε για λίγο οκλαδόν. Τα κατάμαυρα μαλλιά του τα παράσερνε ο άνεμος απαλά. Τα χέρια του χάιδεψαν το έδαφος και τα μάτια του ατένισαν το Ντέντγουολ. Μία φυλακή για πλάσματα όπως εκείνος.

ΜΟΡΤΕ #SSBC24Where stories live. Discover now