Βρισκόμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου με όλη την παρέα και το αγόρι μου. Το οίκημα αυτό,απομονωμένο με τρεις ορόφους και σκαλιά που οδηγούσαν σε ένα υπόγειο,το οποίο χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικός χώρος,δέσποζε στην επαρχιακή πόλη. Αραιά και πού κάποια αμάξια περνούσαν γοργά τον δρόμο δίπλα στην οικοδομή,ένα δρόμο γεμάτο χαλίκια.
Μια απ'τις επόμενες μέρες μια κόκκινη βαλίτσα μεγάλου μεγέθους εμφανίστηκε στην είσοδο του σπιτιού. Κανένας δε γνώριζε την προέλευσή της και δεν αναρωτήθηκε ποιος την άφησε εκεί. Απλά την μάζεψαν και την τοποθέτησαν σε μια γωνία στο σπίτι.
Μέχρι που ένα πρωί η μια κοπέλα της παρέας έφευγε ταξίδι,συνειδητοποιώντας πως η βαλίτσα της είχε χαλάσει. Δίχως δεύτερη σκέψη αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την κόκκινη βαλίτσα για να βάλει τα πράγματά της. Ενώ,λοιπόν, τακτοποιούσε τα ρούχα της στο κρεβάτι η βαλίτσα φωτίστηκε από ένα καταπράσινο φως και εμφανίστηκε διπλωμένο το σώμα της μέσα,τυλιγμένο από έναν παχύ λευκό ιστό αράχνης. Η κοπέλα έντρομη κοιτούσε το σώμα της,στο οποίο μόνο τα μάτια μπορούσαν να κουνηθούν και να την κοιτάξουν πίσω. Προχώρησε αργά αργά προς το παράθυρο και έπεσε από ψηλά στο δρόμο. Ένα αμάξι πέρασε με μεγάλη ταχύτητα και την έκοψε στη μέση.Στο ενδιάμεσο, ένας γέρος με γυάλινο μάτι κατοικούσε στο ισόγειο και επισκεπτόταν το υπόγειο της οικοδομής συχνά. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ερημίτη,στριμμένο και απρόσιτο που τον φοβόντουσαν όσοι τον συναντούσαν.
Η ιστορία με τη βαλίτσα συνεχίστηκε όταν δύο ακόμη άτομα της παρέας μυστηριωδώς εξαφανίστηκαν,έχοντας αλληλεπιδράσει με την κόκκινη βαλίτσα. Πλέον στο σπίτι οι μόνοι ζωντανοί ήταν η γιαγιά,εγώ και το αγόρι μου.
Τότε,εξετάζοντας τα γεγονότα,αποφάσισα να πάρω και να πετάξω στα σκουπίδια την κόκκινη βαλίτσα,ώστε να μην πάθει κάποιος άλλος κακό. Έτσι,την έσυρα κλειστή και την πέταξα μέσα στον κάδο απορριμάτων που βρισκόταν στην γωνία του δρόμου.
Γύρισα σπίτι της γιαγιάς μου ανακουφισμένη,μόνο για να αντικρύσω την κόκκινη βαλίτσα να με περιμένει στη μέση του σαλονιού.Η βαλίτσα άνοιξε και την έκλεισα πρωτού προλάβει να φωτίσει το πράσινο φως.
Τότε μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Να πάω τη βαλίτσα στο υπόγειο και να την αφήσω εκεί μαζί με τα υπόλοιπα παλιά πράγματα,ελπίζοντας να την πάρει κάποιος άλλος,πιο ικανός να εξορκίσει την κατάρα που εμπεριέχονταν σε αυτήν.
Κατεβαίνοντας τα σκοτεινά σκαλιά προς το υπόγειο συνάντησα τον γέρο με το γυάλινο μάτι.
-Όλα καλά;
-Καλά είμαι,ναι, αποκρίθηκα αγχωμένη.
-Δε φαίνεσαι εντάξει. Μήπως ευθύνεται η βαλίτσα που κρατάς στα χέρια σου;Σφίχτηκα απότομα και του έδωσα έντρομη τη βαλίτσα. Αποφασίσαμε να ανέβουμε τα σκαλιά προς το ισόγειο και να πάμε στο σπίτι του να βρούμε με ποιο τρόπο θα εξαγνίσουμε τη βαλίτσα,βάση των γραπτών που βρίσκονταν στα άπειρα βιβλία αποκρυφισμού που διέθετε.
Με τα πολλά πολλά η αποστολή μας πέτυχε. Η βαλίτσα τυλίχτηκε σε έναν ιστό και κλείδωσε,ανήμπορη να πειράξει κάποιον άλλον.
Η γιαγιά και το αγόρι μου ζούσαν,μην έχοντας καταλάβει τίποτα. Τους έσωσα.