Εισαγωγή

1.5K 61 10
                                    

Η μεγάλη μέρα έφτασε, η μέρα που κάθε κοπέλα ονειρεύεται από μικρή να ζήσει.
Η δική της μέρα η μέρα που θα παντρεύονται τον πρίγκιπα του παραμυθιού επιτέλους έφτασε. Το δικό της παραμύθι είχε μια πριγκίπισσα έναν πρίγκιπα και ένα ευτυχισμένο τέλος.

Στεκόταν μπροστά από την εκκλησία ντυμένη στα λευκά, το κατάλευκο πολυτελές νυφικό της ήταν ραμμένο στα μέτρα της, έμοιαζε σαν πριγκίπισσα που ξεπήδησε από από τις σελίδες παραμυθιού, τα μαλλιά της στολιζμενα με λευκά λουλούδια, έπεφταν κυματιστα στους ώμους της. Τα όνειρα της επιτέλους θα παίρνανε σάρκα και οστά. Η καρδιά της χόρευε σε έναν τρελό ρυθμό. Στεκόταν εκεί και παρατηρούσε τους πάντες, ήταν όλοι εκεί, οι γονείς, οι φίλοι, οι γνωστοί της και αυτός.
Ο πρίγκιπας της, την περίμενε
φορούσε ένα σκούρο μπλε πανάκριβο κουστούμι και στα χέρια του κρατούσε την ανθοδέσμη της, η παρουσία του την συγκλόνισε όπως πάντα, τα καταπράσινα μάτια του ελαμπαν κάτω από τον ήλιο .

Όλοι ήταν χαρούμενοι, η ευτυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, όταν την είδαν να πλησιάζει όλοι θαμπωθηκαν από την ομορφιά της.

Ήταν σαν ένας άγγελος έτσι ντυμένη στα λευκά, ένα γλυκό αεράκι ανεμίζει το πέπλο και τα μακριά μαλλιά της.

Οι γονείς της την κοιτούσαν
περήφανοι ,συγκινημένοι, έβλεπαν την μοναχοκορη τους ντυμένη στα λευκά το όνειρο κάθε γονιού.
Ήταν ένα ονειρεμένο Αυγουστιάτικο απόγευμα, ο ήλιος άρχισε να δύει και έδινε ένα υπέροχο κυανό χρώμα στον ουρανό .

Με αργά και προσεχτικά βήματα προχωρούσε μπροστά, τότε ο αέρας άρχισε να δυναμώνει, ο ουρανός να μαυρίζει, οι πρώτες σταλιες βροχής άρχισαν να πέφτουν, βροντές και αστραπές άρχισαν να ακούγονται από κάπου μακριά, όσο προχωρούσε όλα άρχισαν να δυναμώνουν ο αέρας μαζί με την βροχή πλέον έπεφταν με μανία και μαστιγωναν το πρόσωπο της, μια μαύρη θύελλα ειχε απλωθεί γύρο της σαν πέπλο και τύφλωσε τον ήλιο. Οι βροντές και οι αστραπές άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο κοντά Το νυφικό της έγινε μούσκεμα και έγινε ένα με το σώμα της, άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα για να προστατευτεί αλλά ο δυνατός άνεμος την εμπόδιζε προσπάθησε να φωνάξει κάποιον να την βοηθήσει αλλά η φωνή της δεν έβγαινε.
Κοίταξε προς το μέρος τους και είδε πως τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει πλέον την κοιτούσαν με μίσος, τα μάτια τους σκοτείνιασαν, ακόμα και αυτός την κοιτούσε με μίσος και κακία.
Δεν άντεχε να τους κοιτάει και έκλεισε τα μάτια της, κάποια δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και έγιναν ένα με την βροχή. Φώναζε κάποιος να την βοηθήσει αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν.
Όταν άνοιξε τα μάτια της όλοι έτρεχαν κατά πάνω της οι μορφές τους πλέον έμοιαζαν με δαιμόνια με κόκκινα μάτια που θέλανε να την κατασπαραξουν, τις κραυγές της δεν της άκουγε κανένας. Έπεσαν πάνω της με μανία, προσπάθησε να προστατευτεί αλλά ήταν ανήμπορη μπροστά τους, την χτυπούσαν με όλη τους την δύναμη.
Εκείνη έκλαιγε με λυγμούς αλλά κανείς δεν σταματούσε.
Το νυφικό της είχε γίνει ένα κουρελι, βρόμικο, σκισμένο και βαμμένο με αίμα, το δικό της αίμα. Κανείς δεν σταματούσε συνέχιζαν με πιο βίαια χτυπήματα, ακόμα και εκείνος ο πρίγκιπας της ήταν μαζί τους και ήταν αυτός που ήταν ο πιο βίαιος, την χτυπούσε με μίσος στο κεφάλι ξανά και ξανά. Φώναζε το όνομα του αλλά δεν την άκουγε.

Εμμονή (υπό διόρθωση)Where stories live. Discover now