Άτιτλο κεφάλαιο 1

8 0 0
                                    

Έξω από το παράθυρο απλωνόταν ένας τεράστιος κόσμος.
Πότε πότε του έριχνε μια κλεφτή ματιά, πίσω από τις κουρτίνες και έπειτα έστρεφε το βλέμμα γεμάτο αποδοκιμασία στο αντικείμενο που δέσποζε τρανό και άψυχο στη μέση της κάμαράς της.
Θυμήθηκε τη μέρα που το απέκτησε και λίγο πριν τα μάτια της βυθιστούν στο κενό, πέταξαν σπίθες που πριν ακόμα πάρουν ανάσα, έσβησαν ξέπνοες.
Απλοντυμένος μα τόσο κομψός, επιμελώς ατημέλητος και τόσο ονειρεμένος, την πλησίασε με βήμα γεμάτο σιγουριά.
Άπλωσε τα χέρια να τον αγγίξει, να πιστέψει πως είχε σάρκα και οστά, πως δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Σε μια προσπάθεια να στηριχτεί, να μην τρεκλίσει μπροστά στη θέα του άνδρα που στεκόταν απέναντί της μοιραίος και τόσα πολλά υποσχόμενος, τον αγκάλιασε και...τη διαπέρασε.

Χώρεσε μέσα σε κάθε ρωγμή, σε κάθε τρύπα του υποσυνείδητου, του συνειδητού, της ύπαρξής της, έως εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη τους ενώθηκαν αβίαστα και ξαφνικά τα πάντα σταμάτησαν.
Ο χρόνος, ο φόβος, ο νους.
Όταν άνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε να της χαμογελά. Έμεινε να κοιτάζει τα μάτια του, δυο πύρινες σφαίρες, που στροβιλίζονταν μέσα της ανάβοντας κάθε της σπιθαμή.
«Έχω κάτι για σένα», της είπε και την παρότρυνε να κοιτάξει λίγο παραπέρα.
«Μα...» ψέλλισε γεμάτη έκπληξη.
«...Είσαι σίγουρος, αλήθεια, για μένα είναι;».

Για εκείνη ήταν. Ένα τεράστιο σεντούκι, γεμάτο φύκια για μεταξωτές κορδέλες, πράσινα άλογα και παραμύθια της Χαλιμάς. Κι ο ουρανός, και τα άστρα, όλα εκεί. Όλα για εκείνη, όλα δικά της.
Τα κρατούσε φυλαγμένα σαν θησαυρό.
Θησαυρό, που ενώ τώρα γνώριζε πως ήταν κάλπικος, είχε για εκείνη τόση αξία. Γέμισε από δαύτον για δυο ζωές και δεν της έκανε καρδιά να τον πετάξει.

Καρδιά;
Ποια καρδιά.
Δεν της είχε αφήσει καρδιά.

Κι αν κάτι χτυπούσε μέσα της, ό,τι κι αν ήταν αυτό, είχε αρρωστήσει.
Κάθε που ανοιγόκλεινε το σεντούκι της, και μια αρρυθμία, μια ακόμα φραγμένη αρτηρία στα όνειρά της, ένας ακόμη πόνος στο στήθος. Κι αυτό το κάτι, να πάλλεται εντός της, ακανόνιστα και απελπισμένα. Να διογκώνεται και να συρρικνώνεται, στην προσπάθειά της να χωρέσει την απώλεια, την απουσία του, το τίποτά του.
Πότε μεγάλο, πότε μικρό.
Πόση προσπάθεια είχε καταβάλλει για να υποκριθεί τόσα πολλά, αναρωτιόταν.
Με πόση ευκολία άραγε γέμισε αυτό το μπαούλο και πόση συνείδηση χρειάστηκε για να το δέσει επάνω στα φτερά μου;
Γιατί είχε φτερά τότε, πετούσε κι ας ήταν στα χαμηλά, δοκιμές έκανε, έπαιρνε δυνάμεις για να ατενίσει μια μέρα τον κόσμο από εκεί ψηλά που ονειρευόταν.
Τώρα το βάρος την κρατούσε αιχμάλωτη στη γη, μα κι αν ακόμα μπορούσε να το ξεφορτωθεί, από φόβο και μόνο, δεν θα άνοιγε τα φτερά της ξανά.
Φιλάσθενη η καρδιά της πια, φυλαγόταν από κάθε είδους φτερούγισμα.
Τα αισθήματά της, τα καταχώνιασε κι αυτά στο ίδιο σεντούκι.
Κι αν η μελαγχολία ήταν συναίσθημα, ήταν το μόνο που έμεινε απ'έξω, το μόνο που μπορούσε να αισθανθεί.
Αυτό, και μια ανατριχίλα όταν σκεφτόταν εκείνες τις φλεγόμενες σφαίρες, τα μάτια του, που ενώ υποτίθεται πως έλεγαν πάντα την αλήθεια, σε εκείνη είχαν πει τόσα ψέματα.


You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Sep 17, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Φύκια για μεταξωτές κορδέλεςWhere stories live. Discover now