Χώρεσε μέσα σε κάθε ρωγμή, σε κάθε τρύπα του υποσυνείδητου, του συνειδητού, της ύπαρξής της, έως εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη τους ενώθηκαν αβίαστα και ξαφνικά τα πάντα σταμάτησαν. Ο χρόνος, ο φόβος, ο νους. Όταν άνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε να της χαμογελά. Έμεινε να κοιτάζει τα μάτια του, δυο πύρινες σφαίρες, που στροβιλίζονταν μέσα της ανάβοντας κάθε της σπιθαμή. «Έχω κάτι για σένα», της είπε και την παρότρυνε να κοιτάξει λίγο παραπέρα.