ΕΝ ΠΛΩ

13.7K 594 98
                                    

Το κορμί του την είχε φυλακίσει και ενώ αυτή ήθελε να φωνάξει δε τα κατάφερνε.Μόλις άνοιγε το στόμα της οι σκέψεις την σταματούσαν.Ποιός θα την άκουγε?Ποιός θα της έδινε σημασία?Κανείς!Τα χέρια του έσκισαν απότομα τη λεπτή μπλούζα της και τη ξεγύμνωναν μπροστά του.Την άγγιζε μανιασμένα και η μυρωδιά απο το αλκοόλ τη μεθούσε.Μια κραυγή της ξέφυγε και η παλάμη του βρέθηκε στο στόμα της δυσκολεύοντας την αναπνοή,το οξυγόνο.Πάλευε να τον σταματήσει μα ήταν αδύνατον,τα γεμάτα χείλη του γεύονταν τον τρυφερό λαιμό της και αυτή κατέρρεε στα χέρια του.Όταν άκουσε τη ζώνη του να ανοίγει έχανε το κόσμο της ''Μη μου το κάνεις αυτό''ψέλησε διστακτικά.Απορούσε πως γίνεται ένας άντρας σαν αυτόν να έκλεβε τον έρωτα βίαια.Τόσες γυναίκες γύρω του τι θα κέρδιζε απ'αυτήν?Έβλεπε θολά και τα δάκρυα έτρεξαν σα ποτάμια όταν αυτός τελικά μπήκε μέσα της.Τα χέρια του κλείδωσαν το κορμί της στο δικό του και η καρδιά της ήταν έτοιμη να τον κατασπαράξει.Να σκίσει τη σάρκα της και να του κλέψει τη παγωμένη ψυχή του.Την πλήγωνε,τη πόναγε και η βαριά ανάσα του σαν απειλή στα αφτιά της.Αυτός απολάμβανε μια κατάκτηση που εκείνη του είχε αρνηθεί.Πάντα έπαιρνε αυτό που ήθελε χρησιμοποιώντας το όνομα,τα πλούτη και την αυτοκρατορία που ο πατέρας του είχε δημιουργήσει.

Κάποια στιγμή ένιωσε το κλάμα της και έπειτα το άκουσε.Σταμάτησε απότομα και αργά απομακρύνθηκε κοιτώντας τη γυναίκα που είχε στην αγκαλιά του.Τα χέρια της σταυρωτά μπροστά στο γυμνό της στήθος,το κάλυπταν και το μουσκεμένο πρόσωπό της τον έκανε να απορεί.Βγήκε αργά απο μέσα της και τα πόδια της γρήγορα έκλεισαν,σφράγισαν κρατώντας τη μισή τουλάχιστον αξιοπρέπεια που της είχε απομείνει.Το μέτωπό του ζάρωσε και αμέσως κούπμωσε το παντελόνι του.Τα κόκκινα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπο της και αυτός είχε ανάγκη να την κοιτάξει.Άπλωσε το χέρι του και αγγίζοντας το πιγούνι, την ανάγκασε να τον δει. Στα μάτια του έδειχνε τόσο όμορφη ακόμα και με τη ντροπή ζωγραφισμένη,εκείνη έδειχνε το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου,ήταν το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου.Ενός κόσμου που αυτός δεν ήξερε καν οτι υπάρχει.Στα δικά της μάτια όμως, εκείνος έχανε την ομορφιά του,ο θεός πάνω του είχε βάλει ολη τη τέχνη μα αυτή έβλεπε απλά ένα πρόχειρο και φθηνό έργο.Καθισμένη πάνω στο έπιπλο που άγαρμπα την είχε βάλει, έκλεινε το στόμα προσπαθώντας να εμποδίσει τους λυγμούς της.Είδε το ημίγυμνο κορμί του να σφίγγει απότομα.Όλοι οι μυς φανερώθηκαν σα στρατιώτες έτοιμοι να δείξουν τη δύναμή τους ''Συμμαζέψου και φύγε''της είπε κοφτά και γύρισε τη πλάτη του σα να τη περιφρονούσε.Αυτή έπιασε τα σκισμένα κομμάτια υφάσματος και καλύφθηκε όσο μπορούσε,σύρθηκε απο το έπιπλο και έστρωσε τη φούστα της.Η πόρτα άνοιξε και βάδισε όπως όπως μέχρι τη δική της καμπίνα.Πέταξε τον εαυτό της στα κρύα πλακάκια του μπάνιου και ήλπιζε το νερό να τη βοηθήσει,να πάψει να τον νιώθει πάνω της.Τα ρούχα βράχηκαν αλλά δε την ένοιαζε,ήταν άχρηστα πια.Αυτό που τη πονούσε πιο πολύ ήταν η ανικανότητα που ένιωθε για να αντιδράσει.

ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙWhere stories live. Discover now