ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

10.2K 509 99
                                    

   Τούτη η νύχτα δεν ήταν συνηθισμένη... κάτι στον άνεμο μύριζε κρασί και η θάλασσα παιχνιδιάρικα σκέπαζε και ξεσκέπαζε την αμμουδιά κάτω από το ολόχρυσο φεγγάρι που χαμογελούσε κοιτώντας τους δυο τους να ξεκινούν τον πρόλογο μιας ιστορίας. Με τα ακροδάχτυλα του έπιασε το λουλουδάτο φόρεμά της και το μάζεψε αργά στις παλάμες του δίχως να ξεστρατίζει από το τρεμάμενο βλέμμα της. Εκείνη πάλι, λες και είχε θυμηθεί όλου του κόσμου τις φιγούρες πάνω στη σκηνή τής επιθυμίας, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό επιτρέποντάς του να την παρασύρει. Το λεπτό φόρεμα της βρέθηκε πλάι στα πόδια τους και το σμιλεμένο από θεούς κορμί της αποκαλύφθηκε μονάχα για το χατίρι του. Η σιωπή έκρυβε μύριες λέξεις και κανείς τους δεν συναγωνιζόταν τον χρόνο. Αργά εκείνος απαλλάχθηκε από το αυστηρό του σακάκι και έπειτα φυλάκισε την καλλίγραμμη μέση της μέσα στα χέρια του. Ο προορισμός τού ταξιδιού μοναδικός, με χάρτη τής καρδιάς τα μονοπάτια και οδηγό τον πόθο που με τις πύρινες γλώσσες του λαμπάδιαζε τον νου. Τα μάτια τους αγκιστρωμένα στης ψυχής τα ανείπωτα κι όταν τα δικά της βλέφαρα βαριά σφάλισαν η κατάκτηση του άδραξε την ευκαιρία.

    «Κοίταξέ με» της ψιθύρισε μετά από λίγο και αυτή αντάμωσε με τον πόνο στα μάτια του ενώ τα δυνατά του χέρια έλεγχαν τον ρυθμό του έρωτα διατηρώντας την αρμονία των κορμιών που συνειδητοποιούσαν το απόλυτο ταίριασμα. Οι ώμοι της συρρικνώθηκαν, ανασηκώθηκαν και τα δάχτυλά της πίεσαν το στήθος του πάνω από το πουκάμισο που ακόμα θρασύτατα τον έκρυβε. Όλα της τα συναισθήματα ένα γαλαθηνό χάραμα που στέγαζε τους αναστεναγμούς της. 

    «Ούτε το όνομά σου δεν ξέρω» του σιγομίλησε νιώθοντας τα δάχτυλά του να αναρριχώνται έντεχνα στον αυχένα της και αφού την πίεσε στο μέρος του τα χείλη τους απαλά ενώθηκαν.

    «Δεν το χρειάζεσαι» της απάντησε.

    «Θέλω η νύχτα να έχει όνομα» επέμεινε εκείνη ξέροντας πως όλα τα παραμύθια έχουν ανάγκη έναν τίτλο να στέκει σαν στέμμα στους μεγαλοπρεπείς θρόνους τους.

    «Τότε δώσε της εσύ ένα... αυτό που της ταιριάζει... και έτσι να με λες για πάντα» της δήλωσε και αφέθηκε μαγεμένος στα σαγηνευτικά της φίλτρα. Τον σημάδευε ο τρόπος που του είχε δοθεί και μέσα του έμοιαζε με δώρο που ποτέ δεν περίμενε και ενώ το είχε ανοίξει, κάθε φορά που θα το έβλεπε και πάλι καινούριο θα του φαινόταν. Το κορμί της χόρευε μέσα στην αγκαλιά του όταν άκουσε τη φωνή της να ταξιδεύει στα σωθικά του αποκαλώντας τον, «Ντίμον» και παραδόθηκε ολοκληρωτικά σ' αυτό που τούτος ο δαίμονας την έκανε να νιώθει.

ΔΑΙΜΟΝΑΣWhere stories live. Discover now