«Δεν υπάρχει περίπτωση να πας στην συναυλία. Έχεις διάβασμα!» φώναξε η μητέρα μου για εκατοστή φορά.
«Μα θα πάνε όλοι! Θέλω να περάσω λίγο χρόνο με τους φίλους μου, κακό είναι; Διαβάζω συνέχεια, χρειάζομαι ένα διάλειμμα» είπα με ήπιο τόνο προσπαθώντας να την πείσω.
«Ζωή, ξέρεις πολύ καλά ότι η ιατρική θέλει πολύ διάβασμα. Θα έχεις χρόνο για τους φίλους σου μόλις πετύχεις τον στόχο σου. Μέχρι τότε χρειάζεται σκληρή δουλειά και συγκέντρωση. Δεν θα το συζητήσω άλλο» απάντησε αποφασιστικά και κοπάνησε την πόρτα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο μου.
Ένιωθα εκνευρισμένη και απογοητευμένη ταυτόχρονα. Μα καλά, δεν την ενδιαφέρει καθόλου τι θέλω εγώ; Δεν την νοιάζει που δεν έχω ζωή; Που με το ζόρι κρατάω επαφές με τους φίλους μου; Που είμαι κλεισμένη μέσα σε αυτούς τους γαμημένους τέσσερις τοίχους; Την μισώ, είπα στον εαυτό μου, την μισώ όπως με μισεί και αυτή. Νιώθοντας τον θυμό να βράζει μέσα μου πέταξα στο πάτωμα όλα τα βιβλία που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο μου.
Άρπαξα το κινητό μου που ήταν παρατημένο επάνω στο κρεβάτι και άρχισα να πληκτρολογώ ένα μήνυμα στην κολλητή μου."Θα έρθω. Να με περιμένεις από κάτω"
Πέταξα το κινητό στο κομοδίνο μου και κλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου. Την επόμενη στιγμή άρχισα να ετοιμάζομαι.
____________________________________________________________________
Δύο ώρες αργότερα στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας το είδωλο μου ικανοποιημένη. Είχα κάνει έντονο βάψιμο και φορούσα το αγαπημένο μου τζιν σε συνδυασμό με μια άσπρη απλή μπλούζα. Φόρεσα το δερμάτινο μπουφάν μου, πήρα την τσάντα μου και ξεκλείδωσα την πόρτα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, στο σαλόνι τρεμόπαιζε το φως της τηλεόρασης. Η μητέρα μου είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ κρατώντας το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Χωρίς να κάνω τον παραμικρό θόρυβο κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα έχοντας τα παπούτσια μου στα χέρια. Γύρισα προσεκτικά το πόμολο και βγήκα έξω αφήνοντας τον κρύο χειμωνιάτικο αέρα να χτυπήσει το πρόσωπο μου. Το αμάξι της Άντας με περίμενε ένα στενό παρακάτω. Μπήκα γρήγορα μέσα και αφού της εξήγησα τι έγινε ξεκινήσαμε για την συναυλία..
Όταν φτάσαμε τα παιδιά περίμεναν ήδη στην ουρά για τα εισιτήρια. Ο Ζακ και ο Λουκ μας χαιρέτησαν με μια αγκαλιά και αρχίσαμε να λέμε τα νέα μας. Ήμασταν πολλά χρόνια φίλοι αλλά σπάνια είχαμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε όλοι μαζί. Η ουρά προχωρούσε γρήγορα και ο ενθουσιασμός μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Επιτέλους, ήμουν έξω από το σπίτι, σήμερα μπορούσα να διασκεδάσω, σήμερα μπορούσα..
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την σκέψη μου. Το μυαλό μου αδυνατούσε να επεξεργαστεί αυτά που έβλεπε. Μια ομάδα οπλισμένων αντρών μπήκαν στον χώρο φωνάζοντας κάτι σε μια ξένη γλώσσα. Ο κόσμος είχε πανικοβληθεί, όλοι έσπρωχναν ο ένας τον άλλον στην προσπάθεια τους να φύγουν. Δεν τα κατάφεραν όμως, οι πόρτες είχαν κλειδώσει. «Τρομοκράτες», φώναζαν κάποιοι, «τζιχαντιστές», φώναζαν άλλοι. Μέσα στον πανικό απομακρύνθηκα από τους φίλους μου, δεν τους έβλεπα πουθενά μέσα στο πλήθος. Ο φόβος άρχισε να με κυριεύει. Στο βάθος ακούγονταν πυροβολισμοί και ουρλιαχτά τρόμου. Ένα μικρό παιδάκι πέρασε από δίπλα μου κλαίγοντας, έψαχνε την μαμά του. Ένιωθα ότι είχα χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, την μια στιγμή ήμουν ευτυχισμένη και την επόμενη.. τίποτα. Ένα τεράστιο κενό κύκλωνε την καρδιά μου, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβαινε. Άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από το πλήθος, μη ξέροντας τι άλλο να κάνω.
Η αστυνομία δεν φαινόταν πουθενά, ήμασταν μόνοι μας, μας είχαν εγκαταλείψει. Ένα παιδί, περίπου στην ίδια ηλικία με εμένα στάθηκε μπροστά μου. Στα χέρια του κρατούσε ένα καλάσνικοφ. Με περιεργάστηκε για λίγο με βλέμμα κενό. Η μόνη μας διαφορά ήταν ότι έτυχε να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Ένα τεράστιο γιατί ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου καθώς τον κοιτούσα. Μετά από ένα λεπτό δισταγμού σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε προς το μέρος μου. Φώναξε κάτι στην γλώσσα του και πάτησε την σκανδάλη..
Οκτώ. Τόσες ήταν οι σφαίρες που φυτεύτηκαν στο σώμα μου. Η μπλούζα μου γινόταν όλο και πιο κόκκινη μέχρι που το χρώμα της άλλαξε εντελώς. Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα μέσα στις κραυγές πόνου και τα ουρλιαχτά που γέμιζαν τον χώρο. Ήμουν ήδη νεκρή, πριν καν πατήσει την σκανδάλη η μοίρα μου ήταν σφραγισμένη, τώρα το ήξερα.. Το σώμα μου έπεσε άψυχο στο κρύο πάτωμα. Πλέον δεν ένιωθα πόνο, σύντομα θα τελείωναν όλα.Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου, ένα δάκρυ για τους ανθρώπους που θα πέθαιναν άδικα σήμερα για χάρη ενός πολέμου στον οποίο δεν συμμετείχαν, για τους ζωντανούς που θα συνέχιζαν να ζουν σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, ένα δάκρυ για όλη την ανθρωπότητα που σήμερα έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο..
Συγνώμη μαμά, έπρεπε να σε είχα ακούσει. Αν είχα μείνει σπίτι ίσως να είχα ακόμα μέλλον, ίσως να κατάφερνα να περάσω στο πανεπιστήμιο, να γινόμουν γιατρός, όπως ονειρευόμουν από μικρή. Γιατί τώρα ποίος θα γιατρέψει την ασχήμια αυτού του κόσμου μαμά; Αν όχι εμείς, ποιός; -σκέφτηκα λίγες στιγμές πριν νιώσω την ψυχή να απελευθερώνεται από το σώμα μου-
Το ίδιο βράδυ, τα φώτα του πύργου του Άιφελ έσβησαν και η πόλη του φωτός, βυθίστηκε στο σκοτάδι..
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015,
Παρίσι
YOU ARE READING
LiberteEgaliteFraternite
Short StoryΑυτή η ιστορία είναι ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους που έχασαν άδικα την ζωή τους κατά την διάρκεια των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι. Είναι ο δικός μου τρόπος να δείξω την συμπαράσταση και την λύπη μου για αυτό το τραγικό γεγονός. Σήμερα όλο...